Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

Οι Θαλασσινοί μας στο 21

 Πως κάηκε η Οθωμανική αρμάδα από τους μπουρλοτιέρηδες στο μπουγάζι της Σάμου
του Φώτη Κόντογλου*

Σχέδιο του Σπύρου Βασιλείου
Τον καιρό που ξεσηκώθηκε η Ελλάδα στα 1821 για την ελευθερία της μπόρεσε και τα ‘βγαλε πέρα μονάχα με τη δύναμη του Θεού. Τα στεριανά παιδιά της πολεμούσανε με παλιοτούφεκα, με σκουριασμένα μαχαίρια, ακόμη και με δρεπάνια και με σφεντόνες, έναν εχθρό καλά αρματωμένον και δυνατόν. Το ίδιο και οι θαλασσινοί μας είχανε μονάχα κάτι μικρά καράβια και καΐκια για να πολεμήσουνε τα θεόρατα ντελίνια (πολεμικά πλοία) και τις φρεγάδες του Τούρκου. Με λίγα λόγια η Ελλάδα ήτανε ο Δαβίδ κι η Τουρκία ήτανε ο Γολιάθ. Οι δικοί μας πολεμούσανε να κάψουνε τα τούρκικα καράβια με τα μπουρλότα (πυρπολικά) γιατί τα κανόνια τους τραβούσανε πιο λίγο διάστημα από τα τούρκικα. Τα μπουρλότα ήτανε σαν το «υγρόν πυρ» που είχαν οι Βυζαντινοί. 
Για να πάρει κανένας μια μικρή ιδέα τι βάσανα περνούσανε οι καημένοι οι θαλασσινοί μας φθάνει να ρίξει μια ματιά στα Ημερολόγια των καραβιών μ’ όλη τη συντομία που ‘ναι γραμμένα. Διαβάζεις λοιπόν στο ημερολόγιο του Αν. Τσαμαδού : «Ιουνίου 7, ημέρα Πέμπτη, ώρα 5 αυγής. Η φουρτούνα επεκράτει σφοδροτάτη όλην τη νύκταν και δεν εστάθη τρόπος μήτε τα καράβια μήτε το μπουρλότον να κάμη παραμικρόν κίνημα κατά του εχθρού, άλλά έμειναν πάντοτε εις ταις βόλταις και πολλάκις εκινδύνευσαν να κατασυντριφτούν το εν με το άλλο. Ο κομμαντάντες μας δεν έλειψεν όλην την νύκταν από το κάσσαρο (επίστεγο , οχυρό του πλοίου) δια να επαγρυπνήση και να διορίση ο ίδιος ταις μανούβραις». «Νοεμβρίου 11, ημέρα Τετάρτη, εξημερωθήκαμεν εις την Πρώτην (ένα νησί) με μεγάλο καραντί (αποθαλασσία, σουέλ )και βροχή. Ο καιρός επήρε γαρμπής έως όστρια. Εβραδυαστήκαμεν εις την Γλαρέντζα (Κυλλήνη), ο καιρός ό ίδιος, ολονυκτίς με βροχήν ακαταπαύστως. Αφ’ εσπέρας μας έκαμε σινιάλο ο Ναύαρχος ότι να μη ξεμακρυνθούμεν». 
Θα ‘πρεπε να βάλλω πολλά από όσα είναι γραμμένα στα Ημερολόγια. Με την κοφτερή συντομία που είναι γραμμένα και με τη ζωντάνια που έχουνε τα απλά κι απροσποίητα λόγια τους, νιώθει κανένας πιο καλά εκείνον τον σκληρόν αγώνα στις διάφορες θάλασσές μας παρά αν διαβάσει κάποιους σοφούς ιστορικούς που γράφουνε καθισμένοι στην πολυθρόνα. Από τα πολλά ιστορικά του θαλασσινού πολέμου κατά την Επανάσταση γράφω παρακάτω, μ’ αυτή την καραβίσια συντομία, μονάχα ένα, το πώς κάψανε οι Έλληνες την τούρκικη φρεγάδα στο μπουγάζι της Σάμου. 
Στις 5 Αυγούστου 1924 μέρα Τρίτη ήτανε φουνταρισμένα τα ελληνικά καράβια στο στενό της Σάμου, τούρκικα λεγόμενο Ντάρ-Μπογάζ. Οι Τούρκοι πασχίζανε από μέρες να ρίξουνε στρατό από την Ανατολή απάνω στη Σάμο, μα τους μποδίσανε οι Έλληνες. Βλέποντας λοιπόν οι δικοί μας εκείνο το πρωί, πως οι Τούρκοι θα επιχειρούσανε ξανά να βγάλουνε στρατό στη Σάμο σηκωθήκανε στα πανιά τα πυρπολικά και βγήκανε ανοιχτά μαζί με καμιά δεκαριά πολεμικά. Βολτατζάρανε από τον Άσπρο Κάβο της Σάμου ως τον κάβο της Αγια Μαρίνας στη στεριά της Ανατολής. Φυσούσε λεβάντες. Μπροστά από τα τούρκικα πηγαίνανε δυο μεγάλα καράβια, μια φρεγάδα και μια κορβέτα. Η φρεγάδα βαστούσε μέσα από τον κάβο της Αγια Μαρίνας κι από το μέρος της Σάμου βαστούσε η κορβέτα. Τότε ο πυρπολητής Δημήτρης Τζάπελης ρίχτηκε με το πυρπολικό του καταπάνω στη φρεγάδα και πήγε κοντά της ως μια πιστολιά. Οι Τούρκοι του ρίχνανε βροχή από βόλια, μισδράλια και στο τέλος τουφέκια. Μα αυτός δεν έδινε σημασία και θα έκαιγε τη φρεγάδα αν δε δειλιάζανε κάποιοι από τους συντρόφους του σαν είδανε τις βάρκες της φρεγάτας και φοβηθήκανε πως θα τους πιάνανε οι Τούρκοι ζωντανούς, ενώ οι βάρκες ζητούσανε να ρυμουρκιάρουνε τη φρεγάδα για να μη πέσει επάνω της το μπουρλότο, επειδή οι Τούρκοι αποφασίσανε να ρίξουνε τη φρεγάδα απάνω στη στεριά της Ανατολής με τη ελπίδα πως θα την προστάτευε ο στρατός, που είχε σκεπάσει τα βουνά της ακροθαλασσιάς. 
Οι δικοί μας όμως δειλιάσανε και μπήκανε βιαστικά στη βάρκα του μπουρλότου για να φύγουνε κι αφήσανε το Τζάπελη μοναχό του στο τιμόνι. Αυτός τους φώναζε να σταθούνε, πλην αυτοί του είπανε να κατέβει κι αυτός στη βάρκα αλλιώς θα βάλουνε φωτιά στο πυρπολικό και θα τον κάψουνε κι αυτόν. Θέλοντας και μη μπήκε στη βάρκα κι από το φόβο τους θέλανε να φύγουνε δίχως να βάλουνε φωτιά στο πυρπολικό. Μα ο Τζάπελης έβαλε φωτιά και από τη βία κάηκε στο πρόσωπο και στο ‘να χέρι. Μ’ όλα ταύτα οι Τούρκοι της φρεγάδας είχανε τέτοια απελπισία που πέφτανε στη θάλασσα. Πολλοί ζεϊμπέκηδες μαύροι κι άγριοι στεκόντανε απάνω στο κάσσαρο με τα σπαθιά στα χέρια και φοβερίζανε τους πυρπολητές και φωνάζανε «Γκελ μπρε γκελ» (Ελάτε βρε ελάτε). Η φρεγάδα έστριψε αριστερά, ανοιχτά, ζητώντας να βγει από τον κάβο της Αγια Μαρίνας, μάλιστα άμα είδε ένα άλλο πυρπολικό να πηγαίνει κατά πάνω της. Αυτό το πυρπολικό ήτανε του Κανάρη, που έπιασε το σουφράνο της φρεγάδας (από το μέρος που φυσούσε ο αγέρας).
Το τούρκικο καράβι είδε τότε πως το πυρπολικό του έκοβε το δρόμο κι απάνω στην απελπισία τους έβαλαν πλώρη απάνω σ’ έναν γκρεμό. Τότε ο Κανάρης έπεσε κατόπιν τους, ως πριν να προφθάσει η φρεγάδα να πέσει έξω, το πυρπολικό κόλλησε απάνω της και το τούρκικο καράβι απόμεινε ακυβέρνητο επειδή όλοι σχεδόν οι Τούρκοι πέσανε στη θάλασσα για να βγούνε έξω. Μονάχα κάτι λίγοι ζεϊμπέκηδες απομείνανε ως την τελευταία ώρα και φωνάζανε στον Κανάρη «Γκελ μπρε», αλλά χωρίς κουράγιο. Σαν είδανε πως το μπουρλότο κόλλησε στη φρεγάδα κατεβήκανε κάτω να σβήσουνε τη φωτιά αλλά δεν προφθάσανε να ανεβούν, γιατί είχανε αρπάξει κιόλας τα ξάρτια, η μπούμα και τα άλμπουρα. Μέσα σε μια στιγμή λαμπάδιασε ολάκερη η φρεγάδα κι όπως την έσπρωχνε ο αγέρας επήγε κι έπεσε απάνω στο βράχο που είπαμε. Σε λίγο πήρανε φωτιά τα κανόνια και πιάσανε και βροντούσανε μοναχά τους και από το τίναγμα ξεκόλλησε το πυρπολικό κι αλαργάρησε, πλην η φωτιά έφτασε στον μπαρούτ-χανέ (πυριτιδαποθήκη). Τότε έγινε τέτοιος βρόντος που αχολογήσανε τα βουνά σα να γκρεμιζόντανε και το πυρπολικό σφεντονίστηκε σε τρία μάκρυ του καραβιού. Πεταχτήκανε στον αγέρα κανόνια, σίδερα, μπάλες, αντένες, αργάτες, βαρέλια, βόδια, μαζί με τους δυστυχισμένους Τούρκους, που είχανε απομείνει. Πολλά πυρακτωμένα σίδερα, καμένα ξύλα, πανιά ,σχοινιά, πήγανε και πέσανε απάνω στο βουνό που στεκότανε ο στρατός και σκοτώσανε πολλούς. 
Το άρθρο στην εφημερίδα Ελευθερία
«Ήταν ήδη η ώρα πέντε-ήμισυ», γράφει το ημερολόγιο του Σαχτούρη, «όταν πήρε φωτιά το πυριτοδοχείον και υπερχάρημεν όλοι, δοξάζοντες και υμνολογούντες τον Θεόν. Πλήθος Τούρκων έπλεον εις τη θάλασσαν, τους οποίους οι εδικοί μας πηγαινάμενοι με ταις σκαμπαβίαις (βάρκες του πλοίου) έπιαναν και έσφαζον. Όλαι σχεδόν αι σκαμπαβίαι μας περιήρχοντο λαφυραγωγούντες κατά το μέρος καθ ό εκάη η φρεγάτα. Κανένα εκ των πλοίων μας, όπου ήτον εις τα πανιά δεν εβλάφθη από τα εις τον αέρα σφενδονισθέντα μέλη της φρεγάτας. Εν τοσούτω τα εχθρικά στρατεύματα, τα οποία κατεκάλυπτον τους άντικρυ λόφους της Ασίας ήρχισαν να αναχωρούν ο καθείς εις τας οικίας των. Ταύτα όλα εστέκετο βλέποντας μακρόθεν ο καπετάν Πασάς, χωρίς να ημπορεί να δώση βοήθειαν καμμίαν εις τους εδικούς του. Ούσης δε ήδη μιάς ώρας της νυκτός ο μεν εχθρός ετράπη εις φυγήν κατά το Αγαθονήσι, τα δε ελληνικά πλοία μετά χαράς νικηταί και τροπαιούχοι επέστρεψαν εις τα ίδια. Προς τας 5 της νυκτός εγράψαμεν τα πάντα εις την Ύδραν με τον Καπετάν Χ. Σταμ. Ράφτην».
………………………
* Ο Φώτης Κόντογλους, το πραγματικό του επώνυμο είναι Αποστολέλης [Κυδωνίες, (Αϊβαλί) Μικράς Ασίας, 8 Νοεμβρίου 1895 - Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965] ήταν λογοτέχνης και  ζωγράφος.  Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου