Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

Πως ο Χίτλερ εξόντωσε μια φυλή…

ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
του Άρτουρ Καίστλερ*

Ένας Εβραίος μετεφέρθη μαζί με άλλους ομόφυλους με κάποιον από τους περίφημους «συρμούς μικτών μεταφορών» και αφηγείται την εφιαλτική του περιπέτεια. Ένα ζωντανό ρεπορτάζ που συνετάραξε τον κόσμο.


Υπάρχουν τραίνα που δεν αναφέρονται σε κανένα δρομολόγιο.
Διασχίζουν όμως ολόκληρη την Ευρώπη. Δέκα ως είκοσι φορτηγά ζώων κλειδωμένα απ’ έξω, που σέρνονται από μια παλιά ατμομηχανή. Πολύ λίγοι άνθρωποι τα βλέπουν γιατί φεύγουν και φθάνουν τη νύχτα. Ταξίδευσα με ένα απ’ αυτά.
Τα ονομάζουν Mistral Μεταφοραί γιατί μεταφέρουν φορτία διαφόρων ειδών. Το δικό μας έφυγε με δέκα επτά βαγόνια.
Δεν ξέραμε που πηγαίνουμε. Άνοιξαν το κελί μου μετά τα μεσάνυκτα και μου είπαν: «Έλα». Στο σκοτεινό διάδρομο υπήρχε μια μακριά σειρά ανθρώπων που είχαν όλοι τα χέρια δεμένα στην πλάτη και ένα μακρύ σχοινί περνούσε  μέσα από τους κρίκους που σχημάτιζαν τα δεμένα χέρια τους. Όταν δέθηκα κι εγώ, η ουρά μετακινήθηκε ως το πλαϊνό κελί και δέθηκαν κι άλλοι πίσω μου. Στην εξώπορτα μας φόρτωσαν σ’ ένα καμιόνι και μας οδήγησαν στο σταθμό.
Το τραίνο ήταν εκεί. Δέκα πέντε βαγόνια για ζώα, όλα κλειδωμένα απ’ έξω, που έμοιαζαν νεκρά κι εγκαταλελειμμένα, μόνο η ατμομηχανή λαχάνιαζε και πετούσε σπίθες μέσα στο σκοτάδι. Προσπαθήσαμε να μάθουμε από τους φύλακές μας που θα πηγαίναμε, αλλά μας είπαν πως δεν ξέρουν, ήταν ένα τραίνο Μικτών Μεταφορών. Μας παρέταξαν στην αποβάθρα και οι φύλακες άρχισαν να διαβάζουν καταλόγους με ηλεκτρικά φανάρια και να φωνάζουν τα ονόματά μας. Στο μεταξύ ακούστηκε κάποιος να φωνάζει από το τελευταίο βαγόνι, που νομίσαμε πως ήταν άδειο. Αργότερα μάθαμε πως τα επτά τελευταία βαγόνια ήταν γεμάτα Εβραίους. Ήταν μια μακρόσυρτη άναρθρη κραυγή, σαν την κραυγή του Μουεζίνη που φωνάζει από την κορυφή του μιναρέ. Δεν κατάλαβα το νόημά της, αργότερα όμως, όταν μου την μετάφρασαν, έμαθα πως έλεγε: 
«Τι θα κάνουμε όταν θα έρθει ο Μεσσίας;» και αμέσως  κατόπιν ξέσπασε μια πολύστομη κραυγή που απαντούσε, με μια παράξενη μελωδία, μέσα από το βαγόνι:
«Θα χαρούμε όταν θα έλθει ο Μεσσίας».
Έπειτα η αόρατη φωνή ξαναρώτησε:
«Ποιος θα χορέψει για μας όταν θα έλθει ο Μεσσίας;»
Και το αόρατο φορτίο του βαγονιού έψαλλε:
«Ω Δαυίδ ο βασιλιάς μας θα χορέψει για μας και θα χαρούμε όταν θα έλθει ο Μεσσίας».
Στο μεταξύ κάποιος από τη σειρά μας είπε κάτι κι ένας φύλακας  του έδωσε μια δυνατή κλωτσιά στο στομάχι και το έριξε χάμω, παρασέρνοντας και όλους τους άλλους που ήταν δεμένοι με το ίδιο σχοινί.
Στο τέλος μας έκλεισαν κι εμάς σ’ ένα φορτηγό βαγόνι, το τρίτο μετά την ατμομηχανή και έκλεισαν τις συρτές πόρτες που τις κλείδωσαν απ’ έξω. Κι ύστερα από λίγο το τραίνο ξεκίνησε αργά.
Όπως είπα, τα επτά τελευταία βαγόνια περιείχαν Εβραίους, δηλαδή δύο φορτία Χρήσιμων Εβραίων που τους πήγαιναν να σκάψουν οχυρωματικά έργα και πέντε φορτία Άχρηστους Εβραίους που τους πήγαιναν να τους σκοτώσουν. Έπειτα υπήρχαν δύο βαγόνια   πολιτικών καταδίκων, δύο βαγόνια κοριτσιών που τα πήγαιναν στα στρατιωτικά πορνεία, το ένα για αξιωματικούς το άλλο για υπαξιωματικούς και στρατιώτες και έξι βαγόνια φορτωμένα άνδρες που προορίζονται για εργοστάσια και στρατόπεδα εργασίας. Γι αυτό το τραίνο ονομάζετο Μικταί Μεταφοραί.
Μετά μιαν ώρα το τραίνο σταμάτησε σ’ ένα σταθμό και άρχισαν μανούβρες. Αφαίρεσαν ένα βαγόνι με πολιτικούς καταδίκους και πρόσθεσαν δύο βαγόνια με ξένους εργάτες. Έπειτα ξαναφύγαμε, η παλιά ατμομηχανή ξερνούσε σπίθες και όλα τα παλιοσίδερα των βαγονιών έτριζαν. Κατά τις δύο το πρωί σταματήσαμε πάλι και η διαλογή ξανάρχισε. Απεσπάσθησαν όλα τα βαγόνια με τους εργάτες και προστέθηκαν δύο  νέα στο τέλος, πίσω από τους Εβραίους που έψαλαν. Αυτά τα δύο περιείχαν γυναίκες και παιδιά από ένα κατεστραμμένο χωριό, όπου τουφεκίσθηκαν όλοι οι άνδρες. Στο επόμενο χωριό αφήσαμε όλους τους Χρήσιμους Εβραίους και εις αντάλλαγμα πήραμε ένα φορτίο Τσιγγάνους που όπως ελέγετο, πήγαιναν να τους στειρώσουν.
Έπειτα σταματήσαμε στην ύπαιθρο. Θα είμαστε στα πολύ ψηλά, κρίνοντας από το κρύο, και ο αέρας είχε μια διαφορετική οσμή.
Ξέχασα να πω πως δεν είχαμε δοχείον ακαθαρσιών και είμαστε τόσο στριμωγμένοι που δεν μπορούσαμε ούτε να καθίσουμε ούτε να ξαπλώσουμε και καθώς προσπαθούσαμε διαρκώς να κοιτάξουμε από τους αεριστήρες, πατούσαμε συνεχώς πάνω στις ακαθαρσίες μας.
Σε λίγο ξημέρωσε και είδαμε πως μας είχαν εγκαταλείψει σε μια πλαϊνή γραμμή κοντά σ’ ένα έρημο νταμάρι και όταν διελύθει η ομίχλη, διακρίναμε δύο κλειστά φορτηγά αυτοκίνητα.
Φαινόταν πελώρια, σαν αυτοκίνητα μετακομίσεων και φαινόταν εκεί, μοναχικά και χωρίς καμμιά δικαιολογημένη αιτία, πάνω στο δρόμο που οδηγούσε στην κορυφή του νταμαριού. Είχαμε ακούσει φήμες για τα δύο φορτηγά, αλλά δεν ξέραμε τίποτα το θετικό, οι σωλήνες εφαίνοντο απολύτως κανονικοί. Ήταν σταματημένα σε μια στροφή του δρόμου, χωρίς κανένα ίχνος ζωής.
Κατά το μεσημέρι, οι γυναίκες που βρισκόταν σ’ ένα από τα βαγόνια άρχισαν να φωνάζουν. Στην αρχή ακούστηκαν μια – δυο φωνές, έπειτα άρχισε να φωνάζει ολόκληρο το βαγόνι και τα πουλιά που κάθονταν πάνω στο τραίνο πέταξαν μακριά τρομαγμένα. Άκουσα ανθρώπους να φωνάζουν όταν τους έδερναν ή όταν τους βασάνιζαν με άλλον τρόπο, αυτές οι φωνές όμως ήταν τελείως διαφορετικές. Οι κραυγές μας ξέσκιζαν  την καρδιά και μας αναστάτωναν, μας έδιναν τη διάθεση να αρχίσουμε να φωνάζουμε κι εμείς μ’ όλη μας τη δύναμη.
Έπειτα από λίγο έφθασαν οι φύλακες τρέχοντας και πυροβολώντας στον αέρα, δεν τολμούσαν όμως ν’ ανοίξουν την πόρτα του βαγονιού. Πήραν μόνο ένα σωλήνα του νερού και κατάβρεξαν τις γυναίκες που ησύχασαν. Αργότερα εμάθαμε μια από τις γυναίκες που βρισκόταν μέσα στο βαγόνι, μια νοσοκόμα που είχε παρασημοφορηθεί στον πόλεμο, είχε κατορθώσει να κρύψει πάνω της ένα ξυράφι. Πολλά κορίτσια απ’ αυτά βρισκόταν μέσα στο βαγόνι προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να πάνε σε πορνείο, αλλά δεν ήξεραν τι να κάνουν. Τότε η νοσοκόμος πρότεινε να τις βοηθήσει ανοίγοντας τις φλέβες τους. Είχε ήδη κόψει τις φλέβες σε καμιά δωδεκαριά κορίτσια.
Υπήρχε όμως και μια άλλη ομάδα γυναικών που φοβόταν μήπως τιμωρηθούν  γιατί δεν ειδοποίησαν  τους σκοπούς. Είχαν συζητήσει μεταξύ τους και είχαν φιλονικήσει με τις άλλες και ξαφνικά μια  προσπάθησε να πάρει το ξυράφι από τη νοσοκόμα , εκείνες που ήθελαν να αυτοκτονήσουν την υπεράσπιζαν. Έτσι συνεπλάκησαν μεταξύ τους  και πάνω στον καυγά χτυπήθηκε με το ξυράφι στο πρόσωπο μια νέα που άρχισε να φωνάζει. Έπειτα άρχισαν να φωνάζουν όλα τα κορίτσια και μερικά χτυπούσαν τα κεφάλια τους  στα τοιχώματα του βαγονιού.
Οι φύλακες, αφού ησύχασαν τις γυναίκες με το κατάβρεγμα, πήραν εκε΄νες που είχαν αποπειραθεί να σκοτωθούν, τις έβγαλαν από το βαγόνι και τις ξάπλωσαν χάμω για να τις επιδέσουν.
Μετά μιαν ώρα περίπου έφθασε ένα ανοιχτό αυτοκίνητο με δύο αξιωματικούς και σταμάτησε πίσω από τα κλειστά φορτηγά αυτοκίνητα.
Τότε άνοιξαν τις πόρτες του τελευταίου βαγονιού και οι Άχρηστοι Εβραίοι κατέβηκαν κατά ζεύγη και σκαρφάλωσαν στα κλειστά αυτοκίνητα. Τα αυτοκίνητα δεν άνοιγαν  από πίσω όπως τα αυτοκίνητα μετακομίσεων, αλλά είχαν μια στενή πορτούλα  στα πλάγια με μια σκάλα, από την οποίαν ανέβαιναν οι γέροντες Εβραίοι. Πλάι στην κάθε σκάλα στεκόταν ένας αξιωματικός με έναν κατάλογο στο χέρι και εφώναζε τα ονόματα, σβήνοντας εκείνους που έμπαιναν στα αυτοκίνητα.
Μερικοί από τους γηραιούς αυτούς Εβραίους περνούσαν ανάμεσα από τους δεσμοφύλακες, ψέλνοντας προσευχές και χτυπώντας τα στήθη τους με τις γροθιές τους όπως κάνουν στην συναγωγή. Δεν τις έλεγαν ταπεινά, αλλά μάλλον με υπερηφάνεια και οργή, σαν να συζητούσαν μεταξύ τους και χωρίς να κοιτάζουν καθόλου τους φύλακές τους.
Όταν γέμισαν τα δύο αυτοκίνητα ο ένας αξιωματικός έκαμε ένα νεύμα και κλείσθηκαν οι πόρτες. Είδαμε ότι οι πόρτες ήταν χοντρές και πολύπλοκες, σαν πόρτες χρηματοκιβωτίου και έκλεινα ερμητικά. Όταν έκλεισαν οι πόρτες ο αξιωματικός έκαμε ένα νεύμα στους σοφέρ που ανέβηκαν πάλι στις θέσεις τους. Τα δύο μοτέρ άρχισαν να μουγκρίζουν, αλλά τα αυτοκίνητα  δεν κουνήθηκαν .
Κοιτάζαμε τους σωλήνες εξατμίσεως και είδαμε το γαλάζιο καπνό που έβγαινε συνεχώς. Τότε ο αξιωματικός έβγαλε το ρολόι του και έκαμε τρίτο νεύμα στους σοφέρ. Τα μοτέρ εξακολουθούσαν να μουγκρίζουν και τα αυτοκίνητα έμεναν καρφωμένα  στη θέση τους, αλλά το αέριο δεν έβγαινε πια από τους σωλήνες εξατμίσεως. Οι φύλακες ξάπλωσαν χάμω πλάι στο τραίνο και έστριβαν τσιγάρα. Ο αξιωματικός στεκόταν πλάι στα δύο αυτοκίνητα με τα μάτια καρφωμένα στο ρολόι που κρατούσε στο χέρι του. Δεν ακουγόταν τίποτε άλλο εκτός από το μούγκρισμα των μοτέρ των δύο αυτοκινήτων που έμεναν ακίνητα.
Αυτό κράτησε αρκετά λεπτά και όλα φαινόταν αμετάβλητα και ακίνητα. Δεν υπήρχε παρά ήλιος, σιδηροδρομικές γραμμές, ουρανός και πέτρες. Τότε κάποιος μέσα στο βαγόνι μας είπε πως του μυρίζει φωταέριο και άρχισε να κάνει εμετό. Σε λίγο τον ακολούθησαν κι άλλοι. Μοιραστήκαμε τα τελευταία σιγαρέττα μας κι αρχίσαμε να καπνίζουμε όλοι.
Έπειτα από είκοσι λεπτά περίπου-μπορεί όμως να ήσαν περισσότερα ή λιγότερα- γιατί κανείς μας δεν είχε ρολόι, ο αξιωματικός έβαλε το ρολόι στην τσέπη του και κοίταξε μέσα στο αυτοκίνητο από τους φεγγίτες. Έπειτα έκαμε πάλι ένα νεύμα, ο θόρυβος των μοτέρ σταμάτησε και τα αυτοκίνητα κουνήθηκαν. Κατέβηκαν το στενό δρομάκο, γεμάτο χαλίκια και σκόνη, τα κοράκια σηκώθηκαν  κι ακολούθησαν  τα’ αυτοκίνητα, διαγράφοντας μεγάλους κύκλους από πάνω τους. Έπειτα αυτοκίνητα και κοράκια χάθηκαν και όλα ησύχασαν πάλι.
Αλλά μετά μισήν ώρα περίπου τα φορτηγά αυτοκίνητα ξαναγύρισαν σηκώνοντας νέφη σκόνης πίσω τους. Έκαναν στροφή και στάθηκαν πάλι στο ίδιο μέρος που στεκόταν και πριν. Άνοιξαν οι πόρτες, τοποθετήθηκαν οι σκάλες και άρχισαν να φορτώνουν  τους υπόλοιπους άχρηστους Εβραίους.
Αυτή η σκηνή επανελήφθη ολόκληρο το απόγευμα και ένα μέρος της νύχτας.
Μετά τα μεσάνυχτα, τα πέντε βαγόνια των Άχρηστων Εβραίων είχαν αδειάσει και δεν ακουόταν προσευχές. Έπειτα από λίγο, έφθασε πάλι η ατμομηχανή μας λαχανιάζοντας και ξεκινήσαμε.
Τη νύχτα σταματήσαμε σε πολλούς σταθμούς. Το βαγόνι με τους Τσιγγάνους απεσπάσθη όπως και τα βαγόνια με τα κορίτσια. Το πρωί με έβγαλαν από το βαγόνι, μαζί με δέκα άλλους  και μας μετέφεραν  με ένα κανονικό τραίνο. Ταξιδέψαμε όλη την ημέρα και φτάσαμε πάλι στην πόλη απ’ όπου είχαμε φύγει και μας κλείδωσαν πάλι στη φυλακή.
Μας είχαν πάρει κατά λάθος, ενώ δεν έπρεπε να περιληφθούμε σ’ αυτήν την αποστολή. Όταν ξαναβρέθηκα μόνος μέσα στο κελί μου, ήμουν τόσο χαρούμενος που έσκυψα και φίλησα το σύρτη της πόρτας μου.
Αυτό ήταν ένα από τα πολυάριθμα τραίνα Μικτών Μεταφορών. Δεν αναφέρονται σε κανένα δρομολόγιο, αλλά ταξιδεύουν προς όλας τας κατευθύνσεις. Δέκα ως είκοσι βαγόνια για ζώα που τα σέρνει μια παλιά ατμομηχανή.
.................................
Ο Άρτουρ Καίστλερ (Arthur Koestler, Βουδαπέστη 5 Σεπτεμβρίου 1905– Λονδίνο 1 Μαρτίου 1983) ήταν Ούγγρος συγγραφέας εβραϊκής καταγωγής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Βιέννης και ασχολήθηκε μετά με τη δημοσιογραφία. Το κείμενό του αυτό δημοσιεύθηκε στην καθημερινή εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ το 1946. 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου