Η δύναμη της γλώσσας
του Ευάγγελου Π. Παπανούτσου*
Με καμιάν άλλη πνευματική κατάκτηση του ανθρώπινου γένους δεν μπορεί να συγκριθεί η γλώσσα, το σταθερά δηλαδή οργανωμένο σύστημα συμβόλων, με το οποίο συλλαμβάνομε και ανακοινώνομε τις σκέψεις και τις επιθυμίες, ή συνειδητοποιούμε και εκφράζομε τα αισθήματα και τις διαθέσεις μας, προς τους συνανθρώπους αλλά και προς τον ίδιο τον εαυτό μας.
Η κοινωνική συμβίωση καθώς και η εσωτερική ζωή, το ανθρώπινο γενικά σύμπαν, θα ήταν αδύνατο να υπάρξει και να αναπτυχθεί χωρίς το λαμπρό τούτο όργανο που επέτρεψε να γεννηθεί (με τη δύναμη διαρκώς να ανανεώνεται) ο λόγος, ο προφορικός και ο γραπτός, ο εξωτερικευμένος και ο ενδιάθετος. Είναι πραγματικά περίεργο όσο και θαυμαστό αυτό που συμβαίνει με τη γλώσσα. Όχι μόνο για να εμπεδωθεί ή να διευκρινιστεί αλλά και για να υπάρξει ένας στοχασμός ή μια έφεση, ένα συναίσθημα ή μια συγκεκριμένη τάση, πρέπει να σαρκωθεί φραστικά, να συμβολιστεί μ' ένα γλωσσικό τύπο. Το άρρητο δεν έχει υπόσταση μέσα στον ψυχικό μας κόσμο. Γιατί δεν «νοείται», και επομένως ούτε να κυοφορηθεί μπορεί από το πνεύμα ούτε να διεγείρει το συγκινησιακό κέντρο. Το «καταλαβαίνω» ή το «αισθάνομαι», αλλά δεν μπορώ να το «πω» είναι μύθος, ή πρόφαση για να καλύψει την πνευματική ερημία των ματαιόδοξων. Σκεπτόμαστε με «λέξεις», αισθανόμαστε επίσης με «λέξεις» –αδιάφορο αν είμαστε ή όχι σε θέση να περιγράψομε με ακρίβεια και πληρότητα τα βιώματά μας. Αυτό προϋποθέτει μιαν ειδική δεξιότητα, χάρισμα καταξιωμένο με την άσκηση. Από το άλλο μέρος πάλι οι «λέξεις» που ακούμε ή διαβάζομε γίνονται μέσα μας σκέψεις και αισθήματα, κινητοποιούν τις νοητικές και συγκινησιακές δυνάμεις που φωλιάζουν στον εσωτερικό μας κόσμο και εκείνες παράγουν τα βιώματα που αντιστοιχούν στο νόημά τους. Όσο και να αντιδράς θεληματικά στην υποβολή που ασκούν οι «λέξεις», είναι αδύνατο να μην υποστείς την επίδρασή τους• σου μεταδίνουν τον κραδασμό που περιέχουν και «καρφώνονται» στη σκέψη και στα αισθήματά σου. Αυτό τον μηχανισμό εκμεταλλεύονται όσοι έργο τους έχουν κάνει τη διαφήμιση, την προπαγάνδα, την «πλύση του εγκεφάλου».
Βέβαια παθαίνει η γλώσσα ό,τι και πολλές άλλες ανθρώπινες κατακτήσεις: η πολλή και κακή χρήση φθείρει το υλικό της, τις «λέξεις», και λιγοστεύει (ή και εξαφανίζει) την υποβλητική της δύναμη. Σαν τα πολυτριμμένα νομίσματα χάνουν και οι λέξεις λίγο-λίγο την αξία τους και δεν περνούν πια: δεν ερεθίζουν την ευαισθησία μας, δεν δημιουργούν μέσα μας καταστάσεις, δεν ξυπνούν συγκινήσεις ή τάσεις που να απαιτούν άμεση εκτόνωση. Τούτο συμβαίνει στον «κοινό» λόγο της καθημερινότητας, ή στα τυποποιημένα και αφυδατωμένα φραστικά σχήματα της «επίσημης» πεζολογίας. Τότε η γλώσσα διατρέχει τον έσχατο κίνδυνο να χάσει τους χυμούς των συμβόλων της, να συρρικνωθεί και να γεράσει. Αν τελικά δεν πεθαίνει, είναι γιατί σώζεται από την Ποίηση... «Από τη νέκρα έρχεται να σώσει τη γλώσσα ο ποιητής. Αυτός ανασταίνει πάλι τις λέξεις και τις κάνει πλάσματα ζωντανά. Τους ξαναδίνει το χαμένο τους δυναμισμό, για να μπορούν να βομβαρδίζουν τη συνείδησή μας με τις αλλεπάλληλες εκρήξεις του –όπως πατώντας το πεντάλ ο πιανίστας αφήνει τον κάθε τόνο να αντηχεί επ' άπειρον καλώντας σε βοήθεια και ξυπνώντας τους αρμονικούς του. Εδώ έχομε μια σωστή κοσμογονία. Θησαυροί της γλώσσας, παραχωμένοι, βυθισμένοι στο σκότος, ανυποψίαστοι, ξανάρχονται στην επιφάνεια και οι λέξεις παίρνουν πάλι την παρθενική τους αγνότητα, τη δροσιά και τη λάμψη τους –το αρχέγονο κάλλος και τον πηγαίο, τον ανεξάντλητο πλούτο τους. Η σύμβαση τις είχε ψευτίσει και ρηχάνει• η ποίηση τους ξαναδίνει την αλήθεια και το βάθος τους. Τώρα πια είναι πλάσματα ζεστά από ζωή και ακτινοβολούν ζωή. Φτιάχνουν καταστάσεις: σκέψεις, συγκινήσεις, τάσεις, όπως η ζωή γεννάει ζωή. Ο τεχνίτης είναι εδώ στην κύρια σημασία του όρου: ποιητής. Ποιεί – δημιουργεί, και η ποίησή του είναι πράξη δημιουργίας».
Την αλήθεια αυτή τη βεβαιώνει, νομίζω, η προσωπική του καθενός πείρα. Όταν αναταράζεται η ζωή μας από κάτι βαθύ και απροσδόκητο και θέλομε να συντηρήσομε τη χαρά ή να δαμάσομε τη θλίψη μας, ζητούμε τη βοήθεια της δημιουργικής, της ποιητικής γλώσσας: πανηγυρίζομε ή θρηνούμε «ποιητικά», με τον ύμνο ή το μοιρολόγι, ακόμα και αυτοσχεδιάζομε... Τις περισσότερες όμως φορές δανειζόμαστε από καθιερωμένους ποιητές τους στίχους που εκφράζοντας ζωντανά «φτιάχνουν την κατάσταση» που ζούμε, και ταυτόχρονα μας ανακουφίζουν, όπως η Τέχνη ξέρει να αλαφρώνει τον άνθρωπο. «Βρες έκφραση για ένα πόνο» (παρατηρεί σ' ένα περίφημο «Στοχασμό» του ο Oscar Wilde) «και θα σου είναι αγαπητός. Βρες έκφραση για μια χαρά και εντείνεις την έκστασή της. Θέλεις ν' αγαπάς; Κάνε χρήση της μετάνοιας, της αγάπης, και οι λέξεις θα πλάσουν τον πόθο από τον οποίο ο κόσμος φαντάζεται πως πηγάζουν οι λέξεις. Έχεις καμιάν οδύνη που σου τρώει τα σωθικά; Βαφτίσου στη γλώσσα της οδύνης, μάθε την προφορά της από τον πρίγκηπα Hamlet και τη βασίλισσα Conatane και θα ιδείς ότι η απλή έκφραση είναι τρόπος παρηγοριάς και ότι η φόρμα που είναι η γέννα του πάθους, είναι και ο θάνατος του πόνου». [...]
…………………………
*Ο Ευάγγελος Παπανούτσος (Πειραιάς, 27 Ιουλίου 1900 - Αθήνα, 2 Μαΐου 1982) ήταν παιδαγωγός, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος. Το κείμενο που παρουσιάζεται είναι απόσπασμα από το βιβλίο του, «Το δίκαιο της πυγμής».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου