Τετάρτη 31 Ιουλίου 2024

Η αίσθηση της ελευθερίας

 ΜΙΑ ΝΕΑ ΜΕΡΑ, ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΡΧΗ

Μάρτιος 1901, περπατάω στο δρομάκι έξω από το σπίτι μου. Στον κεντρικό δρόμο της πόλης περπατούν και άλλες γυναίκες. Μπορώ να διακρίνω από μακριά ότι στα χέρια τους κρατούν πανό με συνθήματα. Δεν ξέρω τι ακριβώς γράφουν. Δεν κατάφερα ποτέ να πάω στο σχολείο και να μάθω γράμματα. Ακούω στο βάθος να φωνάζουν «οι γυναίκες δουλεύουν, όμως δεν ψηφίζουν!», «ψήφο στις γυναίκες». Τι θα πει οι γυναίκες δουλεύουν, όμως δεν ψηφίζουν, γιατί φωνάζουν ψήφο στις γυναίκες. Εγώ ούτε δουλεύω, ούτε ξέρω τι θα ψήφιζα αν είχα το δικαίωμα. Μάλλον το θέμα δεν με αφορά. Στο σπίτι δουλεύει μόνο ο Πιερ, αυτός ξέρει και κάθε φορά ψηφίζει. Σε αυτή τη σκέψη θυμήθηκα το βλέμμα του Πιερ, το βαρύ του χέρι να πέφτει πάνω μου, τον γιο μου κοκαλωμένο στην κουζίνα, την πόρτα να κλείνει μπροστά μου ξανά, την κόρη μου να κοιτά από την κορυφή της σκάλας με μάτια γεμάτα φόβο. Θυμήθηκα κάθε φορά που γυρίζω στο σπίτι. Αυτός συνήθως αφήνει στο τραπέζι της κουζίνας χρήματα «για το σπίτι, για τα παιδιά, για σένα» μου λέει. Όμως, αυτά τα σημάδια δεν καλύπτονται με χρήματα, τίποτα δεν μπορεί να τα καλύψει αυτά.
Πρέπει να ομολογήσω ότι χρειάζομαι τα λεφτά του. Ωστόσο, ο σύζυγος της Μαρί, ο Γκάμπριελ, βγάζει πολύ λιγότερα από τον Πιερ, όμως εκείνη έχει ό,τι θέλει. Πώς το ξέρω; Φοράει ό,τι θέλει, χωρίς το φόβο ότι τα σημάδια της θα φανούν. 
Η κατάστασή έχει χειροτερέψει από τον Ιανουάριο. Απόδειξη ήταν το μάγουλό μου, ένα μεγάλο κόκκινο σημάδι. Τις περισσότερες φορές δεν υπάρχει καν λόγος που με χτυπά. Μια κακή μέρα στη δουλειά ή το φαγητό ή εγώ. Η παρουσία μου τον ενοχλεί. Υπάρχει μόνο για να του μαγειρεύει και να του καθαρίζει. Μια μέρα με πέταξε έξω, αφού με χτύπησε στη μέση του σαλονιού, ενώ ο γιος μας, ο Τζωρτζ, μας έβλεπε από την κουζίνα. Είναι παιδιά. Δεν μπορούν να καταλάβουν ότι τον αφήνω να τα κάνει όλα αυτά για να τα προστατέψω. Είμαι γυναίκα. Αν και ανήκω στις υψηλότερες τάξεις της Γαλλίας, δεν μπορώ να ζήσω μόνη μου. Δεν έχω χρήματα, άρα ούτε τρόπο να επιβιώσω μόνη μου. Τον χρειάζομαι.
Μόλις οι σκέψεις μου ξεθωριάζουν, η προσοχή μου εστιάζεται ξανά στη μάζωξη, ενώ νιώθω το κρύο του Μάρτη να με τυλίγει. Έφυγα χωρίς πανωφόρι, χωρίς προστασία απέναντι στο κρύο. Αισθάνομαι ένα άγγιγμα στο δεξί μου χέρι. Γυρνάω το κεφάλι μου στην κατεύθυνση αυτή, παρατηρώ πως είναι ένα χέρι που προεξέχει από ένα σκοτεινό στενό. Προτού μπορέσω να αντιδράσω, με τραβά στο σοκάκι. Κουλουριάζομαι στο έδαφος, και στηρίζομαι τον τοίχο. Καλύπτω το κεφάλι μου με τα χέρια μου. Όχι πάλι, όχι άλλο ξύλο. Τα μάτια μου κλείνουν και δάκρυα αρχίζουν να σχηματίζονται. Όμως, αντί για χτύπημα, νιώθω ένα απαλό άγγιγμα. Μια παρουσία βρίσκεται πάνω μου, αγκαλιάζοντάς με. Ένα συναίσθημα αγαλλίασης με κυριεύει. Ανοίγω τα μάτια μου, κοιτώ πάνω, και βλέπω τη Μαρί.
Το σαγόνι μου πέφτει από την έκπληξη, παρατηρώ πως τα μάτια της είναι δακρυσμένα. Θα ήμουν σε ελεεινή κατάσταση, πιθανότατα. Κοιτάω το φόρεμά μου, που είχε αλλοιωθεί το χρώμα του από τη βρώμα, ήταν σκισμένο στη μέση της φούστας. Το μανίκι ήταν λερωμένο με κάτι που φαινόταν για αίμα. Μάλλον ήταν. Και ήμουν σίγουρη πως το πρόσωπό μου δεν βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση από το φόρεμα. Μάλλον φαινόντουσαν το σημάδι στο μάγουλό μου, το μαυρισμένο μάτι μου, και το πίσω μέρος του χεριού μου, το οποίο είχε ματώσει και είχε βάψει το μανίκι του φορέματος.
Η Μαρί μιλά πρώτη, αναγνωρίζοντας πόσο ευάλωτη αισθάνομαι, «Θα αναρωτιέσαι για ποιο λόγο σε φέραμε εδώ..». «Φέραμε; Ποιοι δηλαδή με έφεραν εδώ, αν όχι μόνο εσύ;», τη ρωτάω, ενώ εκείνη κινείται με αποτέλεσμα το βλέμμα μου να στραφεί προς τον υπόλοιπο χώρο γύρω μου. Τώρα βρίσκομαι σε ένα δωμάτιο που δεν αναγνωρίζω. Είναι φτωχικό, η ταπετσαρία στους ελαφρά κιτρινισμένους τοίχους είναι σκισμένη, αποκαλύπτοντας σημεία του τοίχου και του σοβά, ενώ το πάτωμα είναι λεκιασμένο, και αμφιβάλλω αν έχει σκουπιστεί τουλάχιστον τους τελευταίους μήνες. Τα έπιπλα είναι σκεπασμένα με λευκά σεντόνια. Κοιτάω γύρω, δεν βλέπω καμία σκάλα, πράγμα που με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είναι μονώροφη κατοικία.  Στη μέση του σαλονιού υπάρχουν δύο καναπέδες, καλυμμένοι, φυσικά, και ένα τραπέζι το οποίο είχε πάνω μαραμένα λουλούδια. Οι τοίχοι έχουν πίνακες, και πορτραίτα. Ωστόσο, αυτό που έπιασε το μάτι μου, ήταν το πορτραίτο της βασίλισσας Βικτώριας. Για αυτή μου είχε μιλήσει η Σοφί.
Η Σοφί είναι φίλη της Μαρί. Ζει μακριά, στη Ρωσία. Είχε έρθει πριν χρόνια και είχαμε γνωριστεί σε ένα απογευματινό τσάι. Η Σοφί μας είπε τα πάντα για τη Ρωσία εκείνης της εποχής. Ο πατέρας της ήθελε η κόρη του να γνωρίσει τον κόσμο, οπότε την έπαιρνε σε ταξίδια, και ήξερε άπειρα πράγματα για κάθε χώρα της Ευρώπης. Ήξερε να διαβάζει, πράγμα σχεδόν απίθανο για γυναίκα της εποχής μας.
Αφέθηκα τόσο στις σκέψεις μου που δεν παρατήρησα τον Γκάμπριελ να στέκεται στη γωνία. Με κοιτούσε και αυτός με δακρυσμένα μάτια, σίγουρα προκαλούσα τη λύπηση του. Παράλληλα, μια άλλη γυναίκα μπαίνει στο δωμάτιο. Δεν την αναγνωρίζω στην αρχή, αλλά αργότερα συνειδητοποιώ ότι είναι η Σοφί. Φοράει ένα φόρεμα που είναι μπαλωμένο σε τρία σημεία. Παρατηρώ πως τα χέρια της είναι ματωμένα, και τη στιγμή που η ματιά μου συναντά τη δική της, μπορώ να δω την οργή στα μάτια της. Δεν ξέρω για ποιο λόγο είναι τόσο θυμωμένη -ή με ποιόν. 
Η Σοφί απομακρύνει το βλέμμα της από τα μάτια μου για να κοιτάξει το υπόλοιπό μου πρόσωπο. Μόλις βλέπει το σημάδι στο μάγουλό μου, προσπαθεί να καλύψει τον θυμό της, και διακρίνεται μια δόση συμπόνιας. Το βλέμμα της διαφέρει από των υπολοίπων. Είναι παραπάνω από συμπόνια. Δείχνει κατανόηση. Δεν ήμουν η μόνη. Δεν ήμουν εγώ το πρόβλημα. Ούτε η Σοφί ήταν. Και μόνο με μία ματιά της, τα είδα όλα. Το χέρι του άντρα της να πέφτει πάνω της, τον γιο της στην κουζίνα κοκκαλωμένο, την κόρη της στην κορυφή της σκάλας, την πόρτα του σπιτιού της να κλείνει μπροστά της. Το βλέμμα μου ξαναπέφτει στις αιματοβαμμένες αρθρώσεις της Σοφί.
Λες και μπορούσε να διαβάσει τα σκέψεις μου, η Σοφί πλησιάζει και κουλουριάζεται δίπλα μου. Η Μαρί κάνει σήμα στον Γκάμπριελ να μας αφήσουν μόνες. Προτού κλείσει την πόρτα, ρίχνει μια τελευταία ματιά σε εμένα και τη Σοφί. Κουνώ το κεφάλι μου δείχνοντάς του πως θα είμαστε καλά. Η Σοφί στρέφει το κεφάλι της προς τα εμένα, εισπνέει, και με ρωτά «Και εσύ;». Της νεύω, και τα μάτια της αρχίζουν να δακρύζουν. Αρχίζει να μου λέει την ιστορία της. Πως την είχε πετάξει έξω ο άντρας της, πως την εξαγόραζε με υλικά αγαθά, πως την εκβιάζει καθημερινά, πως προσπαθεί ματαίως να προστατέψει τα παιδιά της. Μου απαρίθμησε, μάλιστα, και τα σημάδια της. Είχε ένα στον ώμο της, ένα στο γόνατό της, και το πιο μεγάλο επεκτεινόταν από τον αφαλό της μέχρι το αριστερό της πλευρό. Τα σημάδια της φάνταζαν πιο επώδυνα από τα δικά μου έτσι όπως τα περιέγραφε, πράγμα που με έκανε να νιώσω μεγαλύτερη συμπόνια για την Σοφί. 
Δεν έχω αγκαλιάσει πάνω από τρία άτομα σε όλη μου τη ζωή, ωστόσο εκείνη με χρειαζόταν περισσότερο. Τυλίγω τα χέρια μου γύρω της. Για μια στιγμή, μένει παγωμένη, αλλά λίγο αργότερα, με αγκαλιάζει. Μένουμε έτσι για λίγη ώρα, μέχρι που ακούω έναν λυγμό. Κλαίει. Πιάνω την παλάμη της και την κρατώ ανάμεσα στις δικές μου, ενώ αναγκάζω τα χείλη μου να σχηματίσουν ένα χαμόγελο. Αν και μπορεί να καταλάβει ότι είναι ψεύτικο, καταλαβαίνει γιατί το κάνω. Θέλω να της δώσω δύναμη. Ακόμα και αν δεν έχει αναφέρει ποιανού το αίμα είναι αυτό πάνω στα χέρια της, καταλαβαίνω πως είναι το δικό της. Αυτό που επιβεβαιώνει τις υποθέσεις μου είναι ένα από τα μπαλώματα στη φούστα της. Είναι ακριβώς από πάνω από το γόνατό της, όπου την είχε χτυπήσει. 
Κανένας δεν σε προετοιμάζει για το πόσο επώδυνο είναι να βλέπεις ένα άτομο που αγαπάς να σου ασκεί βία. Αλλά αυτό που είναι σίγουρα χειρότερο είναι να βλέπεις κάποιο άλλο άτομο στην ίδια κατάσταση με εσένα να υποφέρει όσο εσύ, ή και περισσότερο. Όταν βλέπεις ένα άτομο να περνάει το ίδιο με εσένα, η συμπόνια διπλασιάζει τον πόνο σου. Και αυτό επειδή η λύπη και η οργή σε κατακλύζουν. Η λύπη επειδή εύχεσαι να μην είχε συμβεί σε εσένα, ενώ η οργή επειδή βαθιά μέσα σου ευχόσουν να μην είχε συμβεί σε άλλον εκτός από εσένα, επειδή ξέρεις πόσο επώδυνο είναι.
Οι σκέψεις μου αυτές διακόπτονται όταν η πόρτα ανοίγει τρίζοντας και το κεφάλι του Γκάμπριελ κρυφοκοιτάζει μέσα στο δωμάτιο, μέχρι που το βλέμμα του μας βρίσκει κουλουριασμένες στη γωνία, δακρυσμένες, πιασμένες, αλλά χαμογελώντας. 
Ο Γκάμπριελ και η Μαρί κοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι στον καναπέ για να μας προσέχουν. Ο κίνδυνος είναι δίπλα μας, και δεν πρόκειται να φύγει, εκτός εάν κάνουμε κάτι για αυτό. Η Μαρί πρότεινε το διαζύγιο. Δεν είχα ιδέα τι ήταν αυτό. Τυπικά, είναι ένα χαρτί το οποίο εάν το υπογράψουν και οι δύο στον γάμο, μπορούν να χωριστούν. Αλλά ο Πιερ δεν θα το έκανε αυτό ποτέ. Ούτε και ο άντρας της Σοφί. Οπότε, πρέπει να σκεφτούμε κάτι διαφορετικό.
Δεκέμβριος 1915. «Καλά Χριστούγεννα, μητέρα» εύχεται η κόρη μου από την άλλη μεριά του τραπεζιού. Η μόνη παρέα που έχω τα τελευταία δέκα χρόνια σε αυτά τα κελιά είναι η Σοφί, και μια άλλη μεγαλύτερή μας γυναίκα, η Ισαβέλλα. Η Ισαβέλλα έχει σκοτώσει δύο άντρες, με τους οποίους είχε και παιδιά. Όσες φορές και να την είχαμε ρωτήσει, εγώ και η Σοφί αν το μετάνιωνε έστω και λίγο, μας απαντούσε την ίδια ακριβώς φράση, «έπαθαν αυτό που τους άξιζε». Εγώ ακόμη μετανιώνω για αυτό που έκανα, αν και γνωρίζω τον λόγο για τον οποίο το έκανα πιο καλά από τον οποιονδήποτε άλλο.
Η κόρη μου διακόπτει αυτές τις σκέψεις με την ερώτησή της, «Πώς σκότωσες τον πατέρα;» με ρωτά. Την κοιτώ στα μάτια, προσπαθώντας να καταλάβω εάν σοβαρολογεί, αλλά εκείνη παραμένει με την ίδια έκφραση, και κρέμεται από τα χείλη μου για μια απάντηση, ώσπου, τελικά, της απαντώ. «Απλά περίμενα το βράδυ, όταν όλοι κοιμόντουσαν, και μπήκα στο υπνοδωμάτιό μας. Προτού κανένας το καταλάβει, είχε πεθάνει». Ξαφνικά με χτύπησε κάτι σαν αστραπή. Γιατί με ρωτά τώρα μετά από τόσα χρόνια; «Έκανε κάτι;», τη ρωτώ. Αρχίζει να κουνά νευρικά τα χέρια της, προτού απαντήσει «Έχει χειροτερέψει, μητέρα.», διακόπτοντας την οπτική μας επαφή για να κοιτάξει το πάτωμα, ενώ τα μάτια της είναι υγρά. «Αγάπη μου, μην κλαις. Ένα πράγμα έμαθα μετά από όλα αυτά τα χρόνια, πως δεν πρέπει να επιτρέπεις σε κανέναν να σε κάνει να κλαις. Έχω βρεθεί στη θέση σου. Δεν αξίζει να σκοτώσεις για χάρη του. Ήλπιζα να μην θυμόσουν, αλλά όχι μόνο τα θυμάσαι, αλλά τα ζεις για δεύτερη φορά. Και αυτό με πληγώνει περισσότερο απ’ ότι όταν τα ζούσα εγώ. Αυτό που θέλω να σου πω, ωστόσο..». Ένας φύλακας με σκουντά ελαφρά στον ώμο, δίνοντάς μου να καταλάβω πως ο χρόνος μας είχε τελειώσει. Του ζητάω λίγο χρόνο και εκείνος κάνει μερικά βήματα πίσω. «Άκουσε προσεκτικά. Υπάρχει ένα μπαούλο στο σπίτι της κυρίας Μαρί. Είναι κάτω από το κρεβάτι. Ό,τι χρειαστείς είναι εκεί. Δεν με χρειάζεσαι από εδώ και πέρα» προλαβαίνω να πω προτού ένας φρουρός με τραβήξει μακριά «Καλή τύχη, αγάπη μου». 
Το επόμενο πρωί περπατώ τους διαδρόμους της φυλακής αυτής για μια τελευταία φορά και η Μαρί εμφανίζεται μπροστά μου «Είσαι έτοιμη να ξαναδείς το φως της ημέρας μετά από σχεδόν δεκαέξι χρόνια;» ρωτά χαμογελώντας. «Λοιπόν; Πώς τα πήγε;» είναι το πρώτο πράγμα που με ακούει να λέω, και παρατηρώ πως τα χείλη της σχηματίζουν ένα μικρό χαμόγελο. «Καλύτερα απ’ όσο περιμέναμε», λέει. «Ήρθε στο σπίτι μου αμέσως αφού είχατε μιλήσει. Κατευθύνθηκε κατευθείαν στο υπνοδωμάτιο και άνοιξε το μπαούλο. Έπρεπε να δεις την έκφραση της, ήταν τόσο χαρούμενη. Μπορούσες να το δεις στα μάτια της, τη λάμψη τους … καθώς ανακάλυπτε τα πράγματα». Μου ξεφεύγει ένας αναστεναγμός ανακούφισης που με άκουσε. Όχι πως είχα και αμφιβολία ότι θα το έκανε, αλλά ένα βάρος έφυγε από τους ώμους μου που μου το επιβεβαίωσε η Μαρί. Θα ήταν ασφαλής.
Για μια στιγμή αφέθηκα να σκέφτομαι πού βρισκόταν αυτή τη στιγμή. Σε τρένο; Σε πόλη; Σε λιβάδι; Μόνη της; Όπου και να είναι, θα να είναι καλά. Και εκείνη, και ο γιος μου. «Η Κασσάνδρα ήταν μόνη της; Ο Τζωρτζ;» ρωτάω τη Μαρί φοβούμενη την απάντησή της, καθώς δεν είχα δει τον γιο μου εδώ και χρόνια. Τα πρώτα πέντε χρόνια τον έφερνε η Κασσάνδρα σχεδόν κάθε σαββατοκύριακο, αλλά μετά δεν με επισκέφτηκε ξανά. «Δεν στα είπε η Κασσάνδρα; Παντρεύεται, Ζαν. Αύριο, στα νότια της Γαλλίας. Μην μου πεις πως δεν..;» είπε, και στα μάτια της διακρινόταν μια δόση συμπόνιας. Δεν μίλησα. Με ήξερε καλύτερα απ’ όσο ξέρω εγώ τον εαυτό μου. «Ζαν, λυπάμαι… Αλήθεια, αν ήξερα θα είχα κάνει κάτι..» συνέχισε, αλλά τη διακόπτω. «Δεν πειράζει Μαρί, δεν περίμενα κάτι. Ήταν κοντά στον πατέρα του πριν… πριν γίνει ό,τι έγινε… ό,τι έκανα, μάλλον..» Λέω, πνίγοντας έναν λυγμό. 
«Ζαν, κοίτα με», μου λέει καθώς με κοιτάζει στα μάτια, και κάνω το ίδιο, «Δεν φταις εσύ. Προσπαθούσες να επιβιώσεις». «Ναι, αλλά πήρα τη ζωή… Πήρα τη ζωή του πατέρα των παιδιών μου», τελειώνω την πρότασή μου. Η Μαρί, ωστόσο δεν πτοείται, και συμπληρώνει, «Για να ζήσεις εσύ. Ήταν ή αυτός ή εσύ, Ζαν. Ξέρουμε και οι δύο πολύ καλά πως δεν θα σταματούσε. Δεν έφταιγες εσύ. Στη ζωή το ζήτημα δεν είναι να επιζήσεις, αλλά να τη ζήσεις», τελειώνει την πρόταση, δίνοντάς μου μια αγκαλιά.
Λίγες στιγμές αργότερα, αποφυλακίζεται και η Σοφί. «Είναι όλα καλά;» ρωτά, αν και η απάντηση είναι πλέον προφανής. Παρατηρώντας την κατάσταση, μας πλησιάζει, και μας αγκαλιάζει. Τελικά ρωτώ τη Μαρί, «Και πού είναι η Κασσάνδρα τώρα; Στον γάμο του Τζωρτζ;». Με κοιτάζει με συμπόνια, ενώ μου νεύει να την ακολουθήσω. Αρχίζουμε να περπατάμε οι τρεις μας, μέχρι που τελικά μου απαντά, «Έχει θυμώσει με τον Τζωρτζ, όχι μόνο επειδή δεν σε επισκεπτόταν, αλλά και επειδή θα παντρευόταν αυτή την κοπέλα. Γι’ αυτό και δεν θα πάει στον γάμο του» λέει «Ωστόσο..» συνεχίζει, κάνοντας μια παύση για να ανοίξει την πόρτα που θα μας οδηγούσε έξω από αυτό το μέρος «είναι εδώ».
Η θέα του έξω κόσμου, και η αίσθηση της ελευθερίας με συνεπήραν τόσο που καθυστέρησα να δω την Κασσάνδρα να στέκεται μπροστά από μια άμαξα, φορτωμένη με το μπαούλο, από το οποίο προεξείχαν τα διαβατήρια, οι ταυτότητες, και κάποια λεφτά. Η Μαρί και η Σοφί άρχισαν να περπατούν προς την άμαξα, μέχρι που μπήκαν μέσα. Η Κασσάνδρα έτρεξε κατά πάνω μου και με αγκάλιασε τόσο σφιχτά που ένιωσα την χαρά της. Χαμογέλασα, ενώ μου ψιθύριζε «Δεν πίστευες ότι θα σε άφηνα πίσω, σωστά; Επειδή δεν θα μπορούσα να το έκανα αυτό χωρίς εσένα. Και δεν θα ήθελα..», παίρνει το χέρι μου, και με οδηγεί στην άμαξα. 
«Πού πάμε;» ρωτά ο αμαξάς «Νότια της Γαλλίας, κύριε.» του λέει η Κασσάνδρα, ενώ μου σφίγγει το χέρι και η άμαξα ξεκινά. Μια νέα μέρα, μια νέα αρχή.

ΧΑΡΑ ΚΑΛΑΟΥΖΗ 

ΣΣ. Το διήγημα αποτελεί μαθητική εργασία στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' τάξης, της καθηγήτριας Νίκης Κυριαζή, και έλαβε μέρος στο διαγωνισμό διηγήματος του Ιδρύματος Λασκαρίδη.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου