Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

Eκφράζει χάρη και πνεύμα

Ο Αστείος 
του Ανδρέα Λασκαράτου*

Ο χαρακτήρας του αστείου είναι ένας αξιοζούμενος[1] χαρακτήρας. Στη συναναστροφή του ο νους μας, βαρεμένος από έγνοιες, λαβαίνει κάθε τόσο ένα δρόσισμα που μας κάνει να αναφυλλιάζωμε.[2 ][...]
 Ο αστείος απεικάζει το ενόν,[3] ή δυνατόν αστείον σε κάθε πράγμα, και το εκφράζει με χάρη και με πνεύμα, ώστε να κεντά μ’ επιτηδειότητα, και χωρίς να βάνη στα λόγια του πικρίαν. 
Ο αστείος είναι περιβόλι. Περιβόλι ανθοστόλιστο και χαρμόσυνο· με νόστιμες διασκέδασες· με αγαπητά ξεδόματα· με τόσα και με τόσα δια τα οποία μας γένετ’ επιθυμητός και ευπρόσδεχτος. 
Συνηθάμε να τον θεωρούμεν ως ελαφρόν άνθρωπον, και απατώμεθα. Ο χρωματισμός του πνεύματος είναι ανεξάρτητος από την δύναμιν του νοός. Ώστε, και σοβαροί ανόητοι θα είναι τόσοι, και νουνεχείς αστείοι άλλοι τόσοι. 
Δυστυχώς όμως ο αστείος κάποτε πιάνει αγάπη στον χρωματισμόν τούτον του πνεύματός του, εμψυχωνόμενος από την αρέσκεια των άλλων· και απλώνεται και παρέκει από το φυσικό και αυθόρμητο. Μα τούτο είναι ένα αληθινό γλύστρημα, μία πραγματική πτώση, την οποίαν ο αστείος πρέπει να προσέχη να αποφεύγη.
 Ο αστείος είναι κάποτε τέτοιος και εις τα έργα του. Και τότε κάμνει χωρατά πολύ νόστιμα. 
Είναι δε ως επί το πλείστον εύθυμος· και συνήθως γεννιέται και αναπτύσσεται εις τον κόλπον εύθυμων κοινωνιών, οι οποίες λαβαίνουν ίσως τον χαρακτήρα τους από τα άλατα της γης των, τα οποία θα έχουν επιρροήν απάνου στους χαρακτήρας, καθώς την έχουν και εις τα φαγώσιμα. 
Είναι δε παρατηρημένο, και ειπώθηκε ότι, «η αστειότης δια να είναι κλασική, πρέπει να βγαίνη από νουν σοβαρόν». Τούτο μπορεί να πωθή και περισσότερο διά τη σάτυρα.[4]
 Οποίος ο σατυριστής
 Ο σατυριστής, ποιητής ή πεζογράφος είναι ο ηθικός εισαγγελεύς της κοινωνίας του. Η δικαιοδοσία του αρχίζει εκείθεν όπου η δικαιοδοσία του νομικού εισαγγελέως παύει. Ο νομικός εισαγγελεύς καταδιώκει τις κακίες τις προβλεμμένες από τον νόμον. Ο σατυριστής καταδιώκει τις λοιπές κακίες όσες ο νομοθέτης δεν έθεσεν υπό την επαγρύπνησιν του εισαγγελέως του. Έτσι, και οι δύο τούτοι εισαγγελείς καταδιώκουν τα στραβά της κοινωνίας, καθένας εντός του κύκλου της δικαιοδοσίας του.
Και οι δύο τούτοι εισαγγελείς γίνουνται φοβεροί στην κοινωνίαν εκείνην εις την οποία εξασκούν το έργον τους. Και οι δύο εκθέτονται εις το μίσος των από αυτούς καταδιωκομένων· αλλά με τη διαφορά που ο ένας είναι ασφαλής υπό την σκέπην της εξουσίας, ενώ ο άλλος εκθέτεται εις την ευθύνην όπου ο νόμος του επιβάλλει. Έτσι ο νομικός εισαγγελεύς ημπορεί ελευθέρως και αφόβως να μετέρχεται το έργον του· ενώ ο ηθικός εισαγγελεύς πρέπει να το περιστέλλη σε τρόπον ώστε να μην προσκρούη εις τον νόμον. Το έργον ακολούθως του ηθικού εισαγγελέως είναι δυσχερέστερον από το του νομικού· αλλ’ είναι και υψηλότερον και αξιοτιμότερον, ως εξασκούμενον αυθορμήτως και αυταπαρνήτως προς όφελος της κοινωνίας, με κίνδυνόν του, και με παντοίες ζημίες του· επειδή καθένας, καίτοι κατακρίνων την κακίαν των άλλων, αγαπά όμως τη ιδικήν του κακίαν, και μισεί τον κατακριτήν του.
 Βέβαια, —αν ο Χριστός ήθελε σατυρίσει την κακοήθειαν των Ελλήνων εις τας Αθήνας, καμμία αμφιβολία ότι οι Έλληνες ήθελε του δώσουν το κώνειον· και οι Εβραίοι στα Ιεροσόλυμα ήθελε τον αποθεώσουν. Αν ο Σωκράτης ήθελε σατυρίσει την υποκρισίαν των Φαρισαίων εις τα Ιεροσόλυμα, καμμία αμφιβολία ότι οι Εβραίοι ήθελε τον σταυρώσουν, και οι Έλληνες εις τας Αθήνας ήθελε τον τιμήσουν. Και δεν αμφιβάλλω ότι αν και οι δύο τούτοι ημπορούσανε να ξανάλθουνε στον κόσμο, να έλθουνε στην Κεφαλονιά, να κάμουνε σ’ εμάς το μέρος όπου εκάμανε τότε ο καθένας στον τόπο του, δεν αμφιβάλλω, ότι ο κύριος Κοσονάκος[5] ήθελε διαταχθεί από την Γενική μας Κυβέρνηση, τη αιτήσει της Ιεράς Συνόδου, να συλλάβη Χριστόν και Σωκράτην, και να τους ενάξη στο Κακουργοδικείον· ενώ οι απ’ έξω μακράν ιστάμενοι ήθελε τους θαυμάζουν. 
Τέτοια είναι η φύση των πραγμάτων. Καθένας θαυμάζει τον θαρραλέον εκείνον αυταπάρνητον οπού ρίπτεται απροφυλάκτως κατά της κακοηθείας των άλλων· αλλά τον σταυρώνει, ή του δίνει το κώνειον, όταν του προσβάλη την ιδικήν του κακοήθειαν. Έτσι, κανένας προφήτης, κανένας σατυριστής, δεν ετιμήθηκε ποτέ στον τόπο του, αλλά εμισήθηκε πάντα, εδιώχθηκε, εκαταστράφηκε.
 Βέβαια —αν ήτο δεδομένον εις τους ανθρώπους να πλάθουν τον εαυτόν τους όπως θέλουνε, κανένας δεν έπλαθε τον εαυτόν του σατυριστήν· επειδή, σατυριστής θα πη ατυχής.
Αλλά τούτο δεν αφέθηκε εις τον άνθρωπον και είναι η φύση που μας πλάθει καθώς θέλει εκείνη. Μας πλάθει διαφορετικούς όλους, και με προορισμούς διαφέροντας. Εις τον Σαρίπολον,6 πλάθει δικηγόρον· εις τον Τρικούπη, πολιτικόν· εις τον Λασκαράτο, σατυριστήν κτλ. κτλ.· και καθένας μας πρέπει να χρησιμέψη στη ζωή σ’ εκείνο δια το οποίον τον έπλασε η φύση· και ο σατυριστής πρέπει του να τρέχη αιωνίως κατόπιν της κακοηθείας, να τη μαστιγώνη, κ’ εκείνη με τον όγκο της να πέφτη επάνω του να τόνε ζουπάη.[7] 
Τέτοιος είναι ο σατυριστής! Ο σατυριστής είναι κατ’ εξοχήν ηθικολόγος, είναι ευεργέτης της κοινωνίας, και είναι ως επί το πλείστον θύμα της καλής του προαιρέσεως, και της κακής του τύχης. 
Ω φίλοι σύγχρονοι! Να ηξέρετε, το φυσικό μου τούτο μερτίκωμα[8] πόσο μου στοιχίζει σε οικονομικές ζημίες, και πίκρες... 
............................
* Ο Λασκαράτος Ανδρέας (1 Μαΐου 1811, Ληξούρι- 24 Ιουλίου 1901, Αργοστόλι) ήταν σατιρικός ποιητής και συγγραφέας. Το διαχρονικό κείμενό προέρχεται από το βιβλίο του, «Ιδού ο άνθρωπος», όπου παρουσιάζει ανθρώπινους χαρακτήρες.

1 αξιοζούμενος: πολύτιμος
 2 αναφυλλιάζω: αναγαλλιάζω 
3 το ενόν: το ενυπάρχον
 4 σάτυρα: Εννοεί τη σάτιρα. Καμιά σχέση με το σατυρικό δράμα, αν και ο όρος επηρεάζει τον συγγραφέα στην ορθογραφία της λέξης. Έτσι και ο σατυριστής πρέπει να εννοηθεί σατιρικός
5 Εισαγγελέας τότε στην Κεφαλονιά
6 Καθηγητής του Συνταγματικού δικαίου (1817-1887)
7 ζουπάει: πιέζει 
8 μερτίκωμα: μερίδιο, προικισμός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου