Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

ΠΑΡΑΜΥΘΟ…ΛΟΓΕΙΑ (3/22)

 ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΕΥΧΕΣ

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας άντρας με τη γυναίκα του, σε ένα φτωχό σπίτι. Ήταν και οι δύο πολύ φτωχοί. Εκείνη την χρονιά, δεν είχαν βγάλει σοδειά, αφού ήταν γεωργοί και είχαν αναγκαστεί να έχουν πουλήσει όλα τους τα ζώα. Παρόλο που ήταν τόσο φτωχοί, ήταν αγαπημένοι και μονιασμένοι.
Μια μέρα, επειδή δεν είχαν ούτε ένα καρβέλι ψωμί, για να φάνε, ο άντρας αποφάσισε, παρόλο που ήταν χειμώνας και έκανε κρύο, να πάει στην πόλη και να πουλήσει το μοναδικό παλτό του για να πάρει κάποια χρήματα  και να αγοράσουν λίγα τρόφιμα. Η γυναίκα του, αν και στεναχωρήθηκε, τελικά συμφώνησε, αφού δεν υπήρχε άλλη λύση.
Την επομένη μέρα, ξεκίνησε ο άντρας τον δρόμο για την πόλη. Στη διαδρομή όμως, στο μονοπάτι μέσα στο δάσος, είδε μια φτωχή γριά, να κάθεται σε ένα παγκάκι και την έβλεπε να τρέμει από το κρύο. Την πλησίασε. Τη ρώτησε πως μπορούσε να βοηθήσει. Εκείνη το μόνο που του είπε ήταν «Κρυώνω!». Ο φτωχός, χωρίς δεύτερη σκέψη, έβγαλε το παλτό του και το φόρεσε στη γριά. Της είπε: «Πάρτο, γιαγιά. Εσύ το έχεις περισσότερο ανάγκη από εμένα. Δεν πρέπει να κρυώνεις στην ηλικία σου.». Αμέσως τότε η γιαγιά μεταμορφώθηκε σε μια νέα και όμορφη νεράιδα. Ο άντρας έμεινε έκπληκτος! Ξαφνιάστηκε! Η νεράιδα του είπε: «Είσαι πολύ καλός άνθρωπος! Μακάρι, έτσι να ήταν όλοι οι άνθρωποι! Δεν σκέφτηκες τον εαυτό σου και προτίμησες να με βοηθήσεις. Να ξέρεις ότι για την καλοσύνη σου, εγώ θα σε ανταμείψω. Για αυτό θα σου δώσω τη δυνατότητα, να εκπληρωθούν τρεις ευχές σου. Ό,τι και να ευχηθείς, θα πραγματοποιηθεί!». Αμέσως η νεράιδα εξαφανίστηκε.
Ο άντρας, ενθουσιασμένος και χαρούμενος επέστρεψε γρήγορα στο σπίτι του. Αμέσως διηγήθηκε την ιστορία στη γυναίκα του. Περίμενε, ότι θα χαιρότανε μαζί του. Αντίθετα όμως, άρχισε να τον κατηγορεί και να του μιλάει άσχημα. Του φώναξε ότι τον κορόιδεψαν, ότι αυτή η γυναίκα ήταν μάγισσα και ότι τον εκμεταλλεύτηκε. Τον κατηγόρησε, ότι δεν υπολόγισε την οικογένειά τους, ούτε την κατάστασή τους. Τον πρόσβαλε αρκετά!
Η γυναίκα πήγε στο δωμάτιό τους και ο άντρας έμεινε σκεπτικός στο τραπέζι. Σκεφτόταν τα λόγια της γυναίκας του, μήπως είχε δίκιο και ένιωθε πολύ στεναχωρημένος. Μέσα στις σκέψεις του όμως, η κοιλιά του γουργούριζε, από την πείνα. Τότε είπε: «Αχ, πόσο πεινάω, δεν έχω τίποτα να φάω! Μακάρι να είχα ένα καρβέλι ψωμί.». Έμεινε έκπληκτος! Όπως ήταν ενθουσιασμένος, φώναξε αμέσως τη γυναίκα του. Κατευθείαν της είπε:
-Δες! Ευχήθηκα να είχα ένα ψωμί και αμέσως εμφανίστηκε το καρβέλι. Βλέπεις; Ήταν αλήθεια. Ήταν νεράιδα και έχω άλλες δύο ευχές!
Η γυναίκα του όμως, αντί να χαρεί, θύμωσε κι άλλο λέγοντας του: 
-Είσαι με τα καλά σου; Τρελάθηκες; Σπατάλησες μία ευχή, σε κάτι ανούσιο; Θα μπορούσες να ζητήσεις λεφτά, σπίτια, αυτοκίνητα, ό,τι ήθελες, να γίνουμε πλούσιοι. Εσύ ζήτησες ένα ψωμί;
Καθώς η γυναίκα του φώναζε και τον κατηγορούσε, αυτός αγανάκτησε και εκνευρισμένος της είπε:
-Αμάν πια! Δεν σε αντέχω άλλο! Όλο με κατηγορείς και με προσβάλεις και δεν είσαι με τίποτα ευχαριστημένη. Μακάρι να μην μιλήσεις ποτέ ξανά!
Αμέσως τότε, έκλεισε το στόμα της γυναίκας και δεν μπορούσε να μιλήσει. Μάταια προσπαθούσε, αλλά δεν μπορούσε να πει ούτε λέξη. Η γυναίκα άρχισε να κλαίει. Ο άντρας σάστισε! Όχι μόνο είχε χαλάσει την δεύτερη ευχή, αλλά είχε προκαλέσει κακό στη γυναίκα του, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
Αμέσως σκέφτηκε:
-Τί να κάνω τώρα; Να χρησιμοποιήσω την Τρίτη ευχή, για να αποκτήσω χρήματα και να γίνω πλούσιος; Αλλά αν το κάνω αυτό, τότε η γυναίκα μου δε θα ξαναμιλήσει ποτέ! Δεν θα ξανακούσω την φωνή της! Για πάντα δεν θα ξαναμπορούμε να μιλήσουμε.
Χωρίς παραπάνω σκέψη, είπε:
-Εύχομαι, να επανέλθει η φωνή στη γυναίκα μου, για να μπορεί να ξαναμιλήσει!
Κατευθείαν, επανήλθε η φωνή στη γυναίκα και το μόνο που είπε ήταν:
-Σε ευχαριστώ! Συγγνώμη για όλα. Σε αγαπώ!
Ο άντρας απάντησε:
-Όσο σε έχω δίπλα μου υγιή, είμαι ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο. Δεν πειράζει που δεν έχουμε λεφτά, έχουμε όμως την αγάπη μας. Γιατί η αγάπη είναι πιο πάνω από όλο το χρυσάφι του κόσμου.
Έτσι ζήσανε φτωχά, αλλά αγαπημένοι και δεν ξανατσακώθηκαν ποτέ.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΚΚΑΛΗΣ

ΣΣ. Το κείμενο αυτό αποτελεί εργασία του μαθητή στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α' τάξης, της καθηγήτριας Γεωργίας Αλειφέρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου