ΑΤΟΦΙΟ ΧΡΥΣΑΦΙ
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που όλη του η περιουσία ήταν η μοναχοκόρη του. Βλέπετε, είχε χάσει τη γυναίκα του όταν αυτή ήταν μικρή και από τότε αφοσιώθηκε στο μεγάλωμά της.
Τι ζητούσε η βασιλοπούλα και δεν το είχε; Όλα τα είχε! Και θα έπρεπε να ήταν ευτυχισμένη, αλλά δεν ήταν. Ήξερε ότι αυτόν που διάλεξε η καρδιά της ποτέ δεν θα τον είχε. Ποτέ δε θα επέτρεπε ο βασιλιάς να παντρευτεί η κόρη του, η μοσχαναθρεμμένη έναν υπηρέτη.
Ο καιρός στο παλάτι περνούσε και η βασιλοπούλα έφτασε σε ηλικία γάμου. Τότε ο βασιλιάς θυμήθηκε την κουβέντα της γυναίκας του, «Να φροντίσεις ο άντρας που θα παντρευτεί η κόρη μας να έχει ατόφιο χρυσάφι στην…». Μα δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση της.
Ο βασιλιάς έβγαλε διάταγμα πως όποιος προσφέρει το περισσότερο χρυσάφι, αυτός θα παντρευόταν τη βασιλοπούλα. Κατέφθαναν, λοιπόν, στο παλάτι βασιλιάδες από όλα τα μέρη του κόσμου. Πενήντα κιβώτια χρυσό ο ένας, εκατόν πενήντα ο άλλος… Από χρυσάφι να φαν κι κότες! Την τελευταία μέρα του διατάγματος παρουσιάστηκε ο υπηρέτης στον βασιλιά και είπε: «Εγώ, βασιλιά μου, χρυσάφι δεν έχω σε κιβώτια, έχω όμως στην καρδιά μου και σου υπόσχομαι να το προσφέρω όλο στην κόρη σου για να την κάνω ευτυχισμένη!».
Ο βασιλιάς διέταξε τους φρουρούς να τον πετάξουν έξω από το παλάτι.
Ο μελλοντικός γαμπρός για την κόρη του βασιλιά δεν άργησε να βρεθεί. Όλοι στο παλάτι ετοιμάζονταν για τον γάμο. Μα η βασιλοπούλα ξαφνικά αρρώστησε βαριά, τόσο βαριά που δεν σηκωνόταν από το κρεβάτι. Ήρθαν γιατροί από τα πέρατα του κόσμου, αλλά κανένας μπόρεσε να την γιατρέψει. Ο βασιλιάς ήταν πολύ στεναχωρημένος. Και η στεναχώρια του μεγάλωσε όταν ο μέλλων γαμπρός του τού ανακοίνωσε ότι ακυρώνει τον γάμο. Πώς θα μπορούσε να διοικήσει στο παλάτι μια βασίλισσα άρρωστη;
Ο βασιλιάς έπεσε στα μαύρα πανιά. Κλείστηκε στο δωμάτιό του και δεν τον ένοιαζε τίποτα. Ο υπηρέτης βρήκε την ευκαιρία και επισκεπτόταν τη βασιλοπούλα καθημερινά. Τη φρόντιζε και τη βοηθούσε να σταθεί στα πόδια της.
Μια μέρα η βασιλοπούλα κάλεσε τον πατέρα της στο δωμάτιο της. Με την βοήθεια του υπηρέτη περπάτησε δειλά – δειλά προς το μέρος του. Ο βασιλιάς ξέσπασε σε λυγμούς, την αγκάλιασε και είπε στον υπηρέτη, «Συγχώρεσέ με παιδί μου. Ότι πρόσφερες στην κόρη μου την καρδιά σου που είναι από ατόφιο χρυσάφι. Η επιθυμία της γυναίκας μου τελικά εκπληρώθηκε».
Από τότε ο βασιλιάς έψαχνε να βρει το χρυσάφι στην καρδιά των ανθρώπων και όχι στα πλούτη τους, όπως άλλωστε πρέπει ν α κάνουμε κι εμείς.
Διδάγματα:
• Σημασία έχει ο άνθρωπος και ο χαρακτήρας του και όχι τα πλούτη και τα υλικά αγαθά.
• Δεν πρέπει να κρίνουμε τους ανθρώπους με βάσει τα αγαθά που έχουν.
• Με τη δύναμη της αγάπης και την πίστη στον εαυτό μας ξεπερνάμε τις δυσκολίες.
• Δεν πρέπει να εγκαταλείπουμε τους ανθρώπους στις δύσκολες στιγμές.
ΧΡΥΣΑ ΓΑΒΡΑ
ΣΣ. Το κείμενο αυτό αποτελεί εργασία της μαθήτριας στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α' τάξης, της καθηγήτριας Γεωργίας Αλειφέρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου