Περί ρητόρων
Του Μάριου Πλωρίτη*
ΜΕΑ culpa! Στο άρθρο μου της 25.1 («Τέλος στον εμφύλιο πόλεμο!») ελεεινολογούσα την «προεκλογική υστερική ρητορεία» που μας βομβαρδίζει ακατάσχετα από τα τηλεοπτικά παράθυρα. Πρέπει να ομολογήσω, όμως, πως αυτός ο… αφορισμός περιείχε μιαν αδικία (όπως παρατηρεί ένας αναγνώστης-«παλαιός εκπαιδευτικός»): Είναι πραγματικά άδικο να φορτώνεις στη ρητορεία – στη ρητορική, σωστότερα – όσα εκπέμπονται από τα – και τεκταίνονται στα φινιστρίνια της μικρής οθόνης. Επειδή, εκεί, ούτε λόγος υπάρχει, ούτε αντίλογος, ούτε διάλογος, αλλά ένας ορυμαγδός από ανθρώπους που, αντί να συζητούν, κραυγάζουν όλοι μαζί, σε τέτοιο σημείο ώστε όχι μόνο δεν μπορείς να καταλάβεις τι υποστηρίζει ο καθένας αλλά ούτε καν ν’ ακούσεις τι λένε οι ομαδόν ωρυόμενοι.
Αυτή, όμως, η βαρβαρική οχλαγωγία μόνο ρητορεία δεν μπορεί να ονομαστεί. Ολοι ξέρουμε πως ρητορική είναι η τέχνη να πείθεις τους άλλους. Να τους πείθεις με τον λόγο, με επιχειρήματα και αποδείξεις πως οι απόψεις σου είναι σωστές και να τους κάνεις να τις παραδεχτούν κι εκείνοι. Τι επιχειρήματα, όμως, και τι αποδείξεις (αν υπάρχουν) μπορεί να εισπράξει, να «προσλάβει» ο δύσμοιρος τηλεθεατής-ακροατής, πώς και από τι να πεισθεί, όταν το μόνο που φτάνει στ’ αυτιά του είναι μια χλαλοή από φωνασκίες και υλακές – και υβρεολόγια, συχνά;
Οι αρχαίοι Ελληνες εκτιμούσαν τόσο την Πειθώ με τον λόγο, ώστε την είχαν θεοποιήσει και της είχαν αφιερώσει ναούς στην Αθήνα, στην Κόρινθο και αλλού. Σήμερα, έχουμε θεσμοποιήσει τον λασποπόλεμο του ά-λογου λόγου και τη Βαβέλ της ακατανοησίας – και της ανοησίας, φυσικά.
Δεν φταίει, λοιπόν, γι’ αυτές τις οικτρότητες η ρητορική αλλά εκείνοι που κάνουν κακή χρήση της, «οι μη χρώμενοι ορθώς», όπως έλεγε ο μεγάλος σοφιστής και ρητοροδιδάσκαλος Γοργίας[1[. Στη δική μας, τωρινή, πανίδα, μάλιστα, ούτε καν κακή χρήση, κατάχρηση της ρητορικής γίνεται, αλλά η τέχνη αυτή καταδικάζεται σε πλήρη αχρηστία από το νταβατούρι του ομαδικού ξελαρυγγιάσματος…
ΑΛΛΑ πέρα απ’ αυτή την αξιοθρήνητη κακοποίηση, υπάρχει το βασικό ερώτημα: όταν χρησιμοποιείται, κατά κάποιον τρόπο, η ρητορική – σε λόγους από μπαλκόνια, σε τηλεοπτικές ομιλίες κλπ. – ποιος είναι καλύτερος, πιο άξιος ρήτορας, ποιος πείθει περισσότερο τους ακροατές; Ακριβέστερα: ποιος πρέπει να πείθει περισσότερο; Αυτός που διαθέτει μεγαλύτερη ευγλωττία κι ευφράδεια, αυτός που ξέρει να γίνεται ευχάριστος στα πλήθη, να τα ενθουσιάζει, να τα παρασύρει, να τα φανατίζει ακόμα; Τέτοιου είδους ρήτορες αφθονούν από καταβολής λόγου – με ακραία περίπτωση, και κατάπτωση, τους δημαγωγούς και λαοπλάνους, παλαιούς και νεότερους. Αυτούς που, με την «αχρεία ευγλωττία» τους, με την «αλαζονεία της γλώσσας» τους, «κανακεύουν τον λαό, τον χαϊδολογούν, τον κολακεύουν, τον σέρνουν απ’ τη μύτη, τον εξαπατούν», και αποδείχνονται «οι χειρότεροι εχθροί του», αφού με την «αναισχυντία» τους οδηγούν στη διαφθορά και, ουσιαστικά, στην αναίρεση (την «μεταβολή») της δημοκρατίας[2].
Ο Αριστοτέλης (384 π.Χ. – 322 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και επιστήμονας |
«Οσοι σας λένε ό,τι επιθυμείτε, εύκολα μπορούν να σας εξαπατήσουν – τα ευχάριστα λόγια σκοτίζουν την κρίση σας και δεν σας αφήνουν να ξεχωρίσετε το καλύτερο -, ενώ δεν κινδυνεύετε να πάθετε κάτι τέτοιο από εκείνους που δεν σας συμβουλεύουν για να σας ευχαριστήσουν• γιατί αυτοί έναν τρόπο έχουν για να σας πείσουν: να σας δείξουν τι συμφέρει πραγματικά στην πολιτεία», έλεγε ο Ισοκράτης στους Αθηναίους. Και ακόμα:
«Σπουδαιότεροι και βαθύτεροι είναι (οι λόγοι) που αναζητούν την αλήθεια παρά εκείνοι που προσπαθούν να στρεβλώσουν τη σκέψη των ακροατών, καθώς και οι λόγοι που κατακρίνουν τα λάθη και νουθετούν παρά όσοι θέλουν να ευχαριστήσουν και να διασκεδάσουν»[3].
ΑΥΤΟΙ οι «ωμοί» ρήτορες κατέχουν την «κυριότερη αρετή του λεκτικού, τη σαφήνεια», διαθέτουν παρρησία, «τόλμη και γνώση» και, έτσι, «το σωστό στη σωστή ώρα και λένε και αποσιωπούν και κάνουν και παραλείπουν» («το δέον εν τω δέοντι και λέγειν και σιγάν και ποιείν και εάν»)[4].
Δεν είναι, λοιπόν, οι «ωραίοι» και ευάρεστοι λόγοι το μέτρο της ρητορικής αξίας. Αλλά η ειλικρίνεια, η σύνεση, το ήθος του ρήτορα («Κυριωτάτην έχει πίστιν το ήθος»)[5].
Και αυτό, βέβαια, απόκειται στη γνώση και την κρίση των ακροατών, στην ικανότητά τους να ξεχωρίζουν την ήρα από το στάρι, και το κριθάρι από το κουτόχορτο…
...........................
* Ο Μάριος Πλωρίτης (πραγματικό όνομα: Μάριος Παπαδόπουλος, 19 Ιανουαρίου 1919 – 29 Δεκεμβρίου 2006) ήταν δημοσιογράφος-επιφυλλιδογράφος, κριτικός, μεταφραστής, λογοτέχνης, και θεατρικός σκηνοθέτης. Το άρθρο του δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ την 15η Φεβρουαρίου 2004.
.................................
1. Πλάτων, Γοργίας, 457α. – 2. Ευριπίδης, Μήδεια, 586. Αριστοφάνης, Ιππής, 424. Ισοκράτης, Περί ειρήνης, MA’. Αριστοτέλης, Πολιτικά, E, 31, 1304β, 2. – 3. Ισοκράτης, Περί ειρήνης, B’-Γ’ και Παναθηναϊκός, 271. – 4. Αριστοτέλης, Ρητορική, Γ, 2, 1, 1404β, 1 και Γοργίας, Ολυμπικός, απ. 7 και Επιτάφιος, απ. 6. – 5. Αριστοτέλης, Ρητορική, A, 2, 1356α, 13.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου