Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Παλαβονοτιά

 Η ΝΟΤΙΑ
του Φώτη Κόντογλου*

Πόσα θυμάμαι σαν φυσά νοτιά,  αυτός ο ογρός και χλιαρός καιρός , που δίνει στην πλάση μιαν ιδιαίτερη όψη, ολότελα διαφορετική από τον βοριά κι από τους άλλους καιρούς! Όλα τα τυλίγει μέσα σε μιαν αντάρα, βουνά και πολιτείες. Μια δυναμώνει, μια λασκάρει. Για μια στιγμή φουρτουνιάζει και φέρνει ένα σκοτάδι μελανό, που λες και νύχτωσε μέρα-μεσημέρι, και σε λίγο ξανοίγει πάλι και βγάζει ήλιο χαρά Θεού. Και πάλι ξαναφρεσκάρει και ρίχνει καμιά μπόρα, και πάλι κόβει, κ’ έτσι ολοένα φουρτουνιάζει και βάζει αγέρα, μέρες πολλές. Ενώ ο βοριάς είναι στρωτός και σίγουρος καιρός, κι όσο περνάνε οι μέρες, τοσο στρώνει.
Η νοτιά φυσά μ’ ένα δικό της φύσημα, κ’ έχει μια βουή δυνατή και ξεσυρμένη. Άξαφνα δεν ακούγεται ολότελα, και λες πως μπουνατσάρισε κ’ έπεσε ο αγέρας, και γίνεται σιωπή ολότελα, και σε μια στιγμή πιάνει άξαφνα και βογγά, σαν να θέλει να πάρει τη σκεπή. Έτσι φυσά η νοτιά, μπουρίνια-μπουρίνια, για τούτο τη λένε και παλαβονοτιά. Κι όσο περνάνε οι μέρες, τόσο σκυλιάζει, ενώ ο βοριάς τ’ ανάποδο, όσο περνάνε οι μέρες, τόσο στρώνει. Γι’ αυτό λένε οι θαλασσινοί:
Γέρο βοριάν αρμένιζε και νότο παλληκάρι.
Και δεν είναι μονάχα αυτά τα συνήθια της νοτιάς, αλλά κ’ η όψη που δίνει στην πλάση είναι αλλιώτικη· την σκεπάζει με μυστήριο το φως της μέρας γίνεται πότε σταχτί, πότε κιτρινωπό, πότε χωματένιο, κατά την ώρα. Τα βουνά είναι ανταριασμένα, και μια φαίνουνται, μια χάνουνται. Τα δέντρα αναμαλλιάζουνται. Τα σύννεφα τρέχουνε γλήγορα και γέρνουνε τα κεφάλια τους κατά τον βοριά κι ολοένα βγαίνουνε καινούργια σύννεφα πίσω από τα βουνά και φουσκώνουνε σαν αφροί. Άλλα πάλι τυλίγουνται σαν το μαλλί της ρόκας, και κολλάνε απάνω στις πλαγιές των βουνών από τη νοτινή μεριά.
Ο ουρανός αλλάζει όψη κάθε τόσο. Για μια στιγμή σκίζουνται τα σύννεφα και βγαίνει σαν δοξαριά η θολή αχτίδα του ήλιου, και πάλι σφαλάνε οι σκισμάδες κ’ οι τρύπες που ανοίγουνε στα σύννεφα, κι ο ουρανός γίνεται μελανός σαν χάλκωμα. Η θάλασσα παίρνει μιαν όψη αλλιώτικη· τα νερά μελανιάζουνε, και πέρα το πέλαγο το σκεπάζει μια θολούρα που χάνεται. Απάνω από τη θολούρα στέκεται ολόγυρα ένα φως σαν το θαμπό γυαλί, σαν το σιντέφι. Το πέλαγο βγάζει ένα βογγητό βραχνιασμένο, σαν να ρουχαλίζει. Οι θάλασσες ανακαμαριάζουνε βαριά, κ’ εκεί που χτυπάνε στα βράχια, τα νερά είναι θολά κ’ οι αφροί σταχτιοί. Από ψηλά ακούγεται το βογγητό του πελάγου, σαν να’ναι κανένα κοπάδι από βουβάλια. Σαγανάκια [=Ριπές, αρχαία· τα λένε και σπηλιάδες] χυμίζουνε κάθε τόσο και μελανιάζουνε τη θάλασσα. Ώρες-ώρες βγαίνει από μια θυρίδα τ’ ουρανού ένας ήλιος σπανός κι ασπροκίτρινος και πέφτει απάνω σε μια μεριά της θάλασσας και σε κανέναν κάβο που στέκεται έρημος πέρα μακριά, ενώ από την άλλη μπάντα το πέλαγο ειναι μαύρο και μπουρινιασμένο.
Σαν αρμενίζεις με τη νοτιά, πρέπει να’χεις το νου σου και τη σκότα στα χέρια, γιατί πέφτει άξαφνα μαζεμένος ο αγέρας σε μια στιγμή, και τα παίρνει κάτω όλα, πανιά κι αντένες. Ο αγέρας είναι ακατάστατος, πότε έρχεται από δω, πότε από κει. Στρώνει για μια στιγμή κ’ ύστερα σκυλιάζει μονομιάς, που μπορεί ν’ αναποδογυρίσει τη βάρκα ώς που να ορτσάρεις.
Αναλόγως τον καιρό, είναι και τα αισθήματα που έχει μέσα του ο άνθρωπος. Ο βοριάς είναι καθαρός και, σαν φυσά, όλα μιλάνε καθαρά. Με τη νοτιά περισκεπάζεται ο κόσμος από μυστήριο. Το φως είναι καφεκίτρινο. Από τα παλιά τα χτίρια πέφτουνε κομμάτια σουβάδες· όλες οι τρύπες σφυρίζουνε απάνου στα χτίρια.
Θυμάμαι στα μικρά μου χρόνια, πόσες φορές βρέθηκα στη θάλασσα με νοτιά μπουρινιασμένη.
Τη μια, είχα σκαρώσει μια βάρκα μαζί μ’έναν καραβομαραγκό. Την πολεμούσαμε από το καλοκαίρι. Κόψαμε όλα τα στραβόξυλα από τα δέντρα που’χει το βουνό μας, στήσαμε τις πόστες, τα ποδοστάματα, βάλαμε το σωτρόπι. Εγώ μάθαινα. Μάστορας ήτανε ο Στρατής ο Μπεκός, ένας καλός άνθρωπος, σαν ξομολόγος. Σκαρώσαμε μια βάρκα έμορφη σαν την κοπέλα και τη βάψαμε με μεράκι. Ζωγράφισα και δυο γοργόνες στα μάγουλα, κ’ έγραψα και τ’ όνομά της: “Αγία Παρασκευή”. Πίσω, απάνω στον τάκο [=Εδώ, στην Παλιά Ελλάδα, τον λένε καθρέφτη], έγραψα ένα τραγούδι:
Όποιος δεν είναι μερακλής πρέπει για να πεθάνει,
γιατί σε τούτον τον ντουνιά τον τόπο μόνο πιάνει.
Και, μ’ όλα ταύτα, εμείς οι δυο μερακλήδες κοντέψαμε να πνιγούμε κιόλας, μ’ όλο το μεράκι μας. Τη βάρκα τη ρίξαμε στη θάλασσα στις 27 Οκτωβρίου, ανήμερα τ’ Άγιου Νέστορα. Φυσούσε νοτιά και, μ’ όλο που ήτανε παλληκάρι, γιατί είχε αρχίσει να φυσά μια μέρα πριν, τ’ Αγιού Δημητρίου, σαν πήγαμε ανοιχτά, κατέβασε ένα μπουρίνι, που έλεγες πως είναι Δευτέρα Παρουσία. Η βάρκα μπατάρισε και γέμισε νερά η μισή. Καλά που προφτάξαμε και λασκάραμε τη σκότα. Εκεί που παλεύαμε να μαϊνάρουμε τα πανιά, έρχεται ένα ανεμοβρόχι με χαλάζι, και μας σάστισε. Μετά πολλά, πήραμε κάτω την αντένα, κι αρμενίζαμε με το φλόκο. Οι θάλασσες μας καβαλικεύανε από την πρύμη και βγάζανε φωτιές. Εγώ ήμουνα στο τιμόνι και γίνηκα πάπια. Ο Θεός βοήθησε και δεν εβγήκε το τιμόνι από τα βελόνια, έτσι που μας σφεντόνιζε στον αγέρα η θάλασσα, κ’ έβγαινε η πλώρη μισό μπόγι όξω από το νερό. Ο Μπεκός πήγε και τρύπωσε από κάτ’ από την πλώρη, μαζί μ’ έναν σκύλο, που έτρεμε και χτυπούσανε τα κατασάγονά του. Η βάρκα δεν είχε κουβέρτα και γέμισε νερά. Φάγαμε θάλασσα, φάγαμε χαλάζι, μα φτάξαμε στην πολιτεία. Με το δρόμο που είχε η βάρκα, πετάχτηκε ολάκερη στη στεριά, μ’ όλο που ήτανε βαριά από το νερό, σαν να’τανε φορτωμένη. Ο Μπεκός κόντεψε να πεθάνει, γιατί πούντιασε από το μούσκεμα. Εγώ δεν έπαθα, που μπροστά του ήμουνα ωμός και καλομαθημένος. Αυτή η βάρκα, ώς το τέλος, βγήκε γουρσούζικη· ύστερ’ από έναν χρόνο βούλιαξε, και πνίγηκε μια θειά μου – ένα μυστήριο, γιατί την κουμαντάριζε ένας γεροθαλασσινός εβδομήντα χρονών, ο καπετάν-Νικολός ο Αρθούνας· πνίγηκε κι αυτός.
Άλλη φορά μας έκλεισε η νοτιά σε κάποιο ρημονήσι. Είμαστε τρεις. Άμα είδαμε πως δε θα μπορούσαμε να πιάσουμε στη στεριά, πήγαμε κι αράξαμε σ’ αυτό το ξερονήσι, ώς να περάσει το μπουρίνι. Μα ο καιρός χειροτέρεψε και τόσο πολύ φουρτούνιασε, που τη νύχτα τη βάρκα μας την έκανε κομμάτια, μ’όλο που είχαμε φουντάρει δυο σίδερα. Είμαστε τρυπωμένοι σε μια σπηλιά και τρώγαμε ό,τι είχαμε παρμένο από τη βάρκα. Νερό πίναμε από τις κουφάλες που ήτανε μαζεμένο από τη βροχή. Πέρασε μια μέρα, περάσανε δυο. Βροχή κι αγέρας, βροχή κι αγέρας. Αγριευτήκαμε τόσο πολύ, που σιγά-σιγά δε μιλούσαμε ολότελα, ενώ στην αρχή λέγαμε ιστορίες και παραμύθια, να περάσουμε την ώρα μας. Το νησί είχε απάνω μοναχά σκίνα, και λίγα ψωρόπευκα. Στο τέλος τρώγαμε χοχλίδια της θάλασσας, σαλιγκάρια κ’ ελιές, που είχαμε ένα σακκούλι γεμάτο.
Στις τέσσερις μέρες καλοσύνεψε. Από μακριά είδαμε δυο-τρεις ψαρόβαρκες, μα δεν ήρθανε κοντά μας. Απάνω στο ξερονήσι δεν είχε τίποτα κανωμένο από άνθρωπο, εξόν από μια παλιόβαρκα σαραβαλιασμένη, ξεροσκασμένη από τα λιοπύρια του καλοκαιριού. Οι αρμοί ήτανε ανοιχτοί και φεγγίζανε. Δεν είχε όχι κουπί, μα μήτε σκαρμό. Πιάσαμε και φράξαμε τους αρμούς με φούντες των πευκών και με φύκια, και κόψαμε και τρία-τέσσερα κλαδιά για να κάνουμε κουπιά, εξόν από τους μπάγκους της δικής μας βάρκας που βρεθήκανε, ενώ τα κουπιά της χαθήκανε. Η απελπισία κάνει τον άνθρωπο ν’ αποφασίσει κάτι πράγματα απίστευτα. Μπήκαμε λοιπόν μέσα σε κείνη τη βάρκα, που, μόλις τη ρίξαμε στη θάλασσα, γέμισε νερά. Κατά καλή μας τύχη, βρέθηκε ένας ντενεκές από την άλλη βάρκα. Ταξιδέυαμε με μισό γόνατο νερό μέσα στη βάρκα, κι ολοένα ξαγκουλούσαμε [=Ξαγκουλώ ή ξαγκλίζω, από το αρχαίο εξαντλώ] με τον ντενεκέ. Και, μ’ όλα ταύτα, δεν πνιγήκαμε. Ο καιρός γύρισε στον βοριά και πηγαίναμε πρίμα, βοηθούσαμε κ’ εμείς, άλλος με τα κλαδιά, άλλος με τους μπάγκους. Εφτά ώς οχτώ μίλια περάσαμε με κείνον τον σκυλοπνίχτη, και βγήκαμε γεροί στη Μυτιλήνη, στα μέρη του Μανταμάδου, και γλυτώσαμε με τη βοήθεια του Θεού.
Η νοτιά έχει μεγαλοπρέπεια στ’ Άγιον Όρος. Βρέθηκα μια φορά τέτοιον καιρό στα Καψοκαλύβια, που είναι μια σκήτη χτισμένη απάνω  σ’ έναν από τους πολλούς κάβους που κοιτάζουνε κατά τη νοτιά. Σαν πάρει λοιπόν νοτιά, οι θάλασσες ξεκινάνε από την Αλεξάντρεια και περνάνε χιλιάδες μίλια ώς να φτάξουνε στο Όρος. Μπροστά στα Καψοκαλύβια είναι ένα μικρό ξερονήσι του Αγίου Χριστοφόρου κι από κάτω από τη σκήτη ο βράχος είναι γεμάτος μεγάλες σπηλιές. Σαν πάρει λοιπόν όστρια και φουρτουνιάσει, οι θάλασσες είναι σαν βουνά, και πάνε και σπάνε μέσα σ’ αυτές τις σπηλιές, κι ολόγυρα η άγρια ακρογιαλιά ασπρίζει από τον αφρό. Με κείνο του μπουκάρισμα που κάνει η θάλασσα μέσα στις σπηλιές, τη νύχτα κοιμάσαι και νιώθεις βουβά πως σειέται η στεριά· τόση δύναμη έχουνε τα νερά, που θέλουνε να κρεπάρουνε τα θεόχτιστα βράχια. Τη μέρα το θέαμα που παρουσιάζεται στα μάτια εκεινού που κοιτάζει από πάνω, είναι άγριο και γεμάτο μεγαλοπρέπεια.  Οι θάλασσες που έρχουνται από το πέλαγο, ανακαμαριάζουνε και χτυπιούνται με το αντιμάμαλο που σηκώνεται από τα κοφτά βράχια και που τους δίνει στήθος, και πετιούνται τα νερά σ’ ένα μεγάλο ύψος, βγάζοντας μια τέτοια βροντερή βουή, που δεν μπορείς ν’ ακούσεις τίποτα. Το μπάσο ξερονήσι τ’ Άγιου Χριστόφορου λούζεται μέσα στον αφρό· οι θάλασσες περνάνε από πάνω του και το καταποντίζουνε.
.....................................
* Ο Φώτης Κόντογλου, το πραγματικό του επώνυμο είναι Αποστολέλης [Κυδωνίες, (Αϊβαλί) Μικράς Ασίας, 8 Νοεμβρίου 1895 - Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965] ήταν λογοτέχνης και  ζωγράφος. Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ στις13 Νοεμβρίου 1949 .


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου