Τετάρτη 7 Ιουνίου 2023

Κωνσταντῖνος Κανάρης

Ἡ πυρπόληση τῆς τουρκικῆς ναυαρχίδας 6/7 Ἰουνίου 1822

του Σαράντου Καργάκου*

ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ τῆς Χίου ἐκδικήθηκε µετά ἀπό 40 περίπου ἡμέρες ὁ ἑλληνικός στόλος «διά χειρός» Κωνσταντίνου Κανάρη. Ὁ Ψαριανός πυρπολητής, ἀφανής ναυτικός ὥς τήν Ἐπανάσταση, γεννήθηκε στά Ψαρά τό 1795. Ἄρα, ὅταν τόν ἀγκάλιασε ἡ δόξα ἦταν µόλις 29 ἐτῶν.
Γιά τήν καταγωγή του λέγονται πολλά, ὅτι καταγόταν ἀπό τά Κανάρια νησιά καί ὅτι συγγένευε µέ τήν ἐπιφανῆ εὐρωπαϊκή οἰκογένεια τῶν Κανάρις, πού τελευταῖος της διάσημος ἐκπρόσωπος ἦταν ὁ ἀρχηγός τῆς στρατιωτικῆς γερμανικῆς ἀντικατασκοπίας Φov Κανάρις, Ὁ ἴδιος, ὅταν ἀργότερα, πού ἔγινε διάσημος, τόν ἐρωτοῦσαν γιά τήν καταγωγή του, ἀποκρινόταν ἀγέρωχα:
— Tό γένος μου ἀρχίζει ἀπό μένα...!
Ὁ Κανάρης μπορεῖ νά µήν ἦταν διάσηµος, δέν ἦταν ὅμως ἄσημος.
Ὁ Μιαούλης εἰδικά εἶχε ἐμπιστοσύνη στή ναυτική του δεξιότητα. Γι᾿ αὐτό, ἄλλωστε, δέχτηκε ὁ δικός του πυρπολητής, ὁ Ἀνδρέας Πιπίνος, παρ᾽ ὅλο πού ἦταν 34 ἐτῶν, ἄρα μεγαλύτερος κατά τρία χρόνια ἀπό τόν Κανάρη, νά τεθεῖ ὑπό τίς διαταγές τοῦ Ψαριανοῦ. Διότι ὅσο µετρηµένος καί συγκρατηµένος ἦταν ὁ Κανάρης, τόσο παρορµητικός, ἐκρηκτικός, πάντως ἀγαθός, ἦταν ὁ Πιπίνος, Ἔτσι σχημάτισαν ἕνα ὑπέροχο δίδυμο: ὁ Κανάρης ἐκπροσωποῦσε τό συνετό θάρρος: δούλευε µέ τό μυαλό, ὁ Πιπίνος τήν ἀψήφιστη παλληκαριά. δούλευε µέ τήν καρδιά.
Κωνσταντίνος Κανάρης (μπροστά) και
Ανδρέας Πιπίνος
Μετά ἀπό κατανυκτική τελετή στόν  Ἅγιο Νικόλαο τῶν Ψαρῶν καί, ἀφοῦ τά πληρώματα τῶν πυρπολικῶν καί οἱ καπετάνιο! κοινώνησαν τῶν ἀχράντων μυστηρίων, ἐπιβιβάστηκαν* στά σκάφη τους καί κατευθύνθηκαν πρός τό στενό τῆς Χίου. Στίς 6 Ἰουνίου σηκώθηκε ἀέρας καί τότε ὁ Κανάρης ἔσπευσε νά προσορµισθεῖ στήν ἀκτή τῆς Ἐρυθραίας, πού βρίσκεται ἀπέναντι ἀπό τό λιμάνι τῆς Χίου. Τά δύο πυρπολικά ὕψωσαν αὐστριακές σηµαῖες καί κατευθύνθηκαν πρός τό λιμάνι τῆς Χίου. Ξεγέλασαν τά τουρκικά ἀνιχνευτικά φωνάζοντάς τους δυνατά πώς εἶναι «Νέμτσοι», δηλαδή Αὐστριακοί. Σ ἐκείνη τή φάση ἡ Αὐστρία ζοῦσε τό μῆνα τοῦ μέλιτος µέ τήν Τουρκία κι ἔτσι τά πυρπολικά πέρασαν ἀνενόχλητα. Ἔφθασαν σέ κοντινή ἀπόσταση καί σταμάτησαν περιμένοντας νά πέσει ἡ νύκτα. Καί ὅταν πιά ἄρχισε νά πνέει νέος ἄνεμος, σήκωσαν τά πανιά τους καί ἀθόρυβα εἰσέδυσαν στό λιμάνι τῆς Χίου.
Ἠταν ἡ καταλληλότερη στιγµή. Οἱ Τοῦρκοι γιόρταζαν τήν τελευταία νύκτα τοῦ Ραµαζανίου, τό μπαϊράμι, πού σηµαίνει τέλος τῆς νηστείας καί τῆς αὐστηρῆς ἐγκρατείας. Οἱ ναῦτες στά πλοῖα κι ὄξω ἀπό αὐτά γλεντοῦσαν ἀμέριμνοι· ἔτρωγαν- ἴσως καί νά ἔπιναν-, τραγουδοῦσαν, χόρευαν. Ὁ Καρά Ἀλῆς πάνω στή ναυαρχίδα του εἶχε δεξίωση. Ὅλοι οἱ Τοῦρκοι ἀξιωματικοί, ἐκτός ἀπό αὐτούς πού εἶχαν «βάρδια», καί ὅλοι σχεδόν οἱ ὁμογενεῖς τους ἀξιωματοῦχοι τοῦ νησιοῦ κι ἄλλοι ἀπό τήν ἀπέναντι µικρασιατική ἀκτή βρίσκονταν ἐκεῖ γιά νά ἑορτάσουν τό µπαϊράμι καί τή νίκη τους. Ἡ «καπιτάνα» ἦταν καταφώτιστη. Ὁ ἦχος τῶν μουσικῶν ὀργάνων κάλυπτε τούς στεναγμούς τῶν σκλάβων πού ἁλυσοδεμένοι ἦσαν στά ἀμπάρια της. Κανείς µέσα στήν ἄφατη εὐθυμία δέν ὑποψιαζόταν τόν ἐπερχόμενο κίνδυνο. Τά δύο πυρπολικά ἑλίσσονταν προσεκτικά ἀνάμεσα στά τουρκικά: ὁ Κανάρης ἔβαλε στόχο του τή ναυαρχίδα, ἕνα πλοῖο βουνό, τρίκροτο τῶν 84 κανονιῶν, πάνω στό ὁποῖο βρίσκονταν, λόγω τῆς δεξιώσεως 2.286 ἄτομα· χώρια τά ἀναρίθμητα λάφυρα.
Τούς πυρπολητές διευκόλυνε τό γεγονός ὅτι ἡ νύκτα ἦταν ἀσέληνη κι ἔτσι δέν ἦσαν ὁρατοί, ἐνῶ τά μεγάλα τουρκικά σκάφη ἦσαν ὁρατά λόγω φωταψίας. Κυβερνήτης, ὅπως καί στήν περίπτωση τῆς Ἐρεσοῦ µέ τόν Παπανικολῆ, ἦταν στό πυρπολικό τοῦ Κανάρη ὁ Λαγκαδιανός** Γιάννης Θεοφιλόπουλος, πού µέ ἐπιδεξιότητα ἔμπηξε τό μπαστούνι τοῦ σκάφους σέ µιά µπουκαπόρτα τῆς ναυαρχίδας καί τότε οἱ ναῦτες ἔρριξαν γάντζους στά ξάρτια καί τό ἔδεσαν γερά πάνω στό πλευρό καί µάλιστα ἀπό τή µεριά πού ὁ ἀέρας θά ἔσπρωχνε τή φωτιά πρός τά πάνω: πρός τό κατάστρωμα, τά πανιά καί τά ἔγκατά του. Κι ὅταν πιά τό πυρπολικό κόλλησε καλά, σ᾿ ἕνα σφικτό ἀγκάλιασμα θανάτου, ὁ Κανάρης ἔδωσε ἐντολή νά ριχθεῖ ἡ «μίτζα», τό ἀναμμένο δαυλί, στά λούκια µέ τό μπαρούτι πού σάν ψαροκόκκαλο ἦσαν ἁπλωμένα σ᾿ ὅλο τό πυρπολικό. Γρήγορα ἡ φωτιά θέριεψε γιά καλά καί τότε ὁ Κανάρης µέ τούς ναῦτες του, πού εἶχαν ἐπιβιβαστεῖ στή σκαµπαβία ἄρχισαν µέ γερή κωπηλασία νά ἀνοίγονται πρός τό πέλαγος, θαυμάζοντας ἀπό µακριά τό θέαµα τῆς καταστροφῆς πού εἶχαν προκαλέσει.
Ὁ Πιπίνος ἐν τῷ μεταξύ εἶχε κολλήσει κι αὐτός τό πυρπολικό του στήν ὑποναυαρχίδα, ἀλλά βιάστηκε κι ἔφυγε, χωρίς νά φροντίσει νά τό δέσει καλά. Ἔτσι οἱ Τοῦρκοι, παρά τήν ἀνάφλεξη, κατόρθωσαν νά τό ξεκολλήσουν, καί νά σώσουν τό ἐπίσης γιγάντιο πλοῖο, πού, ὡστόσο, ἔπαθε πολλές «ἀβαρίες»· γιά ἕνα µεγάλο διάστηµα ἦταν ἄχρηστο γιά ἐπιχειρήσεις. Στήν ἔξοδο τοῦ λιμανιοῦ οἱ δύο σκαµπαβίες συναντήθηκαν καί περισυνελέγησαν ἀπό τά περιπολοῦντα ἑλληνικά κι ἔφθασαν στά Ψαρά, ὅπου τούς ἐπιφυλάχθηκε ἀποθεωτική ὑποδοχή.
«Ἅμα καταλάγιασε ἡ παραφορά, γράφει ὁ Φωτιάδης, φτιάχτηκε µιά ποµπή μεγαλόπρεπη στήν ἁπλότητά της. Μπροστά τράβαγαν οἱ παπάδες φορώντας τ’ ἄμφια τους κι ἀπό πίσω τούς ἀκολούθαγαν οἱ µπουρλοτιέρηδες, ὅλοι τους γυμνοπόδαροι, περιτριγυρισµένοι ἀπό τίς κεφαλές ( =ἄρχοντες) τοῦ νησιοῦ, ἀπό ναυάρχους καί καπεταναίους. Ἀκολούθαγε ἀτέλειωτη οὐρά ὁ κοσμάκης. Πῆγαν στήν ἐκκλησία τοῦ Αϊ Νικόλα κι ἔπειτα γυρίσανε, κάνοντας λιτανεία, τή µικρή πολιτεία, ὅσο πού οἱ γριοῦλες βγαίνανε στίς πόρτες τους καί σταυροκοπιόντα., Τέτοια µέρα δέν εἶχαν ξαναζήσει τά Ψαρά» (Δημ. Φωτιάδης: «Κανάρης», ἐκδ. Μέλισσα 1967, 56. 151).
Ivan  Aivazovsky(1817-1900) Το κάψιμο της
 τουρκικής ναυαρχίδας απο τον Κανάρη
Στή Χίο ἐπικράτησε πανδαιµόνιο. Μέσα στό λιμάνι τά 84 κανόνια τῆς ναυαρχίδας, πού ἦσαν γεμάτα, ἄρχισαν ἀπό τήν ὑπερθέρμανση νά ἐκπυρσοκροτοῦν, σκορπίζοντας μέ τίς µπάλες τους πανικό καί θάνατο. Πάνω στό κατάστρωμα ἐπικρατοῦσε πανζουρλισµός. Μέ δυσκολία κατέβασαν λίγες βάρκες. Σέ µιά ἐπιβιβάστηκε ὁ Καρά Ἀλῆς ἀλλ᾽ ἕνα κομμάτι ἀπό φλεγόμενο κατάρτι ἔπεσε πάνω του καί τόν τραυμάτισε σοβαρά στό κεφάλι. Μόλις βγῆκε στή στεριά, ἐξέπνευσε. Ἴσως νά πρόφθασε νά δεῖ τό µεγάλο πλοῖο του νά τινάζεται σάν φρόκαλο στόν ἀέρα καί νά σκορπίζεται σέ πύρινα τεμάχια, ὅταν ἡ φωτιά εἰσέδυσε στήν πυριτιδαποθήκη. Ἀπ΄ ὅσους ἐπέβαιναν σ᾿ αὐτό, σώθηκαν µόνον διακόσιοι. Οἱ ἄλλοι χάθηκαν· µαζί τους καί οἱ ἁλυσόδετοι σκλάβοι. Τό φοβερό τέλος γράφτηκε στίς 2 μετά τά μεσάνυκτα. Ἀπό τούς 24 πυρπολητές τοῦ Κανάρη καί τούς 19 τοῦ Πιπίνου κανείς δέν ἔπαθε τό παραμικρό.

…………………………..
Σαράντος Καργάκος (1937, Γύθειο - 14 Ιανουαρίου 2019, Αθήνα) ήταν ιστορικός, φιλόλογος και δοκιμιογράφος. Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του «Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821», α΄ τόμος, σσ. 737-743
______________________________________
* Στό «τσοῦρμο» τοῦ Κανάρη μετεῖχε καί ὁ ἀδελφός του Ἀναγνώστης. «Ἕνας µονάχα δέν τόν ἀκολούθησε, ὁ Παπαδηµητράκης µέ τ΄ ὄνομα. Δείλιασε τήν ὕστερη στιγµή καί δέ µπαρκάρησε. Τῆς γυναίκας του, τῆς Ἀγγελικῆς Τσακάλη, τόσο τῆς βαρυφάνηκε, πού “διέζευξεν ( =τόν χώρισε) αὐτόν µή ἀξιοῦσα νά συζῆ µετά τοιούτου περιφρονηµένου ἀνδρός”. Καί µή σᾶς φανεῖ παράξενο τοῦτο τό περιστατικό, γιατί ὁ Κοτζιᾶς ἀνιστοράει κάτι ἀκόμη πιό ἀσυνήθιστο. Λέει πώς κάποιος Ψαριανός, ὁ Μήτρικας µέ τ ὄνομα, καταδικάστηκε σέ θάνατο “τῆ αἰτήσει τῆς µητρός καί τῶν συγγενῶν αὐτοῦ, διότι ἡμάρτησε κατά τῆς πατρίδος”» (Δημ. Φωτιάδης: «Κανάρης» 1967, σ. 14).

** Ἦταν δηλαδή ἀπό τά Λαγκάδια τῆς Γορτυνίας, τῆς ὁποίας οἱ κάτοικοι, ὥς τή νεώτερη ἐποχή ἦσαν φημισμµένοι «κτίστες». Μετά τή θριαμβευτική του πορεία στούς ναυτικούς ἀγῶνες, ὁ Θεοφιλόπουλος ἐγκατέλειψε τή θάλασσα καί πολέμησε στή στεριά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου