Παρασκευή 9 Ιουνίου 2023

ΠΑΡΑΜΥΘΟ…ΛΟΓΕΙΑ (2/23)

 Η ΚΟΠΕΛΑ ΚΑΙ Η ΜΑΓΙΚΗ ΠΗΓΗ

Κάποτε πολλά χρόνια πριν υπήρχε μία χώρα. μία χώρα τεράστια, σαν τον απέραντο ωκεανό. Σε αυτή λοιπόν τη χώρα ζούσαν πολλοί άνθρωποι. Οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν τρεις. Ο βασιλιάς που είχε τεράστια εξουσία. Τόσο μεγάλη που όλοι τον θαύμαζαν και τον είχα σαν Θεό τους. Η πανέμορφη βασίλισσα που είχε εξίσου μεγάλη εξουσία και ήταν ξακουστή για τις πεντανόστιμες συνταγές της. Τέλος, ήταν η κόρη τους η πριγκίπισσα. Είχε ξανθά μαλλιά και σκούρα καφέ μάτια. Τόσο σκούρα, που θα μπορούσε κανείς να χαθεί μέσα τους. Η Βασιλική οικογένεια ήταν αγαπητή σε όλους και ήθελαν όλοι να τους μοιάσουν.
 Ο κήπος της Βασιλικής οικογένειας ήταν πολύ όμορφος. Ήταν γεμάτος με ανθισμένα πολύχρωμα λουλούδια και ψηλά δέντρα. Σε αυτόν τον κήπο υπήρχαν σπάνια είδη λουλουδιών, περιποιημένο γρασίδι και αμέτρητοι κηπουροί. να τον προσέχουν. Η όμορφη πριγκίπισσα πήγαινε κάθε πρωί στον κήπο και ξάπλωνε πάνω στο καταπράσινο γρασίδι. Μάζευε λουλούδια και έφτιαχνε ανθοδέσμες και στεφάνια από λουλούδια για τα κατάξανθα μαλλιά της.
 Κοντά στο βασιλικό παλάτι υπήρχε ένα χωριό. Το χωριό αυτό ήταν γνωστό για το ατελείωτο δάσος του. Το δάσος ήταν σκοτεινό και υπήρχαν φήμες ότι ήταν καταραμένο. Κανείς δεν είχε το θάρρος να το εξερευνήσει. Όμως κρυμμένη στο πυκνό δάσος υπήρχε η καλύβα ενός κακού μάγου, που ήταν σατανικός και φιλόδοξος. Ο στόχος του ήταν να κερδίσει πολλά χρήματα και για να το πετύχει αυτό δοκίμαζε καινούργια ξόρκια κάθε μέρα. Όμως, τίποτα δεν φαινόταν να πετυχαίνει. Ο κακός μάγος δεν είχε βγει ποτέ από την καλύβα του. Για αυτό το λόγο αποφάσισε να πάει στο χωριό μήπως βρει τρόπο να πάρει περισσότερα χρήματα.
Χωρίς δεύτερη σκέψη ο μάγος μεταμφιέστηκε σε ένα γερό. Φόρεσε έναν μαύρο χιτώνα και πήρε ένα ξύλινο μπαστούνι στο χέρι. Μετά από λίγη ώρα έφτασε στο χωριό και την προσοχή του τράβηξαν δύο κάτοικοι, οι οποίοι μιλούσαν για τη Βασιλική οικογένεια. Ο μάγος που δεν είχε βγει ποτέ από την καλύβα του, δεν είχε ξανακούσει ποτέ για αυτήν. Στάθηκε λίγο πιο πίσω από τους κατοίκους και προσπάθησε να κρυφακούσει τι έλεγαν, ώστε να πάρει περισσότερες πληροφορίες.
- Έχεις δει ποτέ τον κήπο της βασιλικής οικογένειας; Είναι πάντα ανθισμένος και πανέμορφος! είπε ο ένας.
- Εγώ δεν τον έχω δει, πάντως έχω ακούσει πως η πριγκίπισσα πάει κάθε πρωί εκεί και μαζεύει λουλούδια, απάντησε ο δεύτερος.
Ο μάγος τότε σκέφτηκε «Αυτή η οικογένεια σίγουρα θα έχει πολλά χρήματα. Αν απαγάγω την πριγκίπισσα, μετά μπορώ να εκβιάσω την οικογένειά της, ώστε να μου πληρώσουν γερά λύτρα». Ο μάγος γέλασε σατανικά. «Τότε θα γίνω επιτέλους ο πλουσιότερος όλων».
 Τότε, ο κακός μάγος κατευθύνθηκε γρήγορα προς το παλάτι. Εκεί βρήκε την όμορφη πριγκίπισσα στον κήπο να φτιάχνει μια ανθοδέσμη. Ο κήπος, όμως περιβάλλονταν από ένα πανύψηλο φράχτη. Ο μάγος χρησιμοποιώντας, τότε, ένα από τα μαγικά φίλτρα του προκάλεσε μία έκρηξη στη σιδερένια πύλη του παλατιού, με αποτέλεσμα να γκρεμιστεί ένα μέρος της και να δημιουργηθεί ένα άνοιγμα. Η πριγκίπισσα άκουσε τον ήχο της έκρηξης και πανικόβλητη άρχισε να τρέχει προς το παλάτι. Ο μάγος με γρήγορες κινήσεις άρπαξε το ραβδί του και με ένα μαγικό ξόρκι, μετέφερε τον ίδιο και την πριγκίπισσα στην καλύβα του.
 Το επόμενο πρωί, όλοι οι κάτοικοι της χώρας και ολόκληρο το παλάτι ανησυχούσαν για την τύχη της πριγκίπισσας. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα ήταν απαρηγόρητοι και έστειλαν σχεδόν όλους τους φρουρούς τους να βρουν τη μοναχοκόρη τους. Κανένα ίχνος όμως δεν υπήρχε. Οι μέρες περνούσαν και οι κάτοικοι άρχισαν να πιστεύουν ότι η πριγκίπισσα δεν θα βρεθεί ποτέ.
 Στο χωριό που βρισκόταν κοντά στο απέραντο δάσος, ζούσε μία φτωχή, ορφανή κοπέλα σε ένα μικρό ξύλινο σπίτι. Ένα βράδυ κοπέλα είδε ένα παράξενο όνειρο. Στο όνειρο αυτό άκουγε έντονα μία φωνή που της μιλούσε για μία καλύβα και μία πηγή και την παρότρυνε να πάει προς το δάσος. Παρόλο που το δάσος ήταν σκοτεινό και ανεξερεύνητο, η φωνή έκανε την κοπέλα να νιώθει ασφάλεια. Έτσι, το επόμενο πρωί, αποφάσισε να ακολουθήσει το ένστικτό της, να εμπιστευτεί τη φωνή και να φύγει για το δάσος.
 Περπάτησε αρκετή ώρα, ώσπου έφτασε σε μία πηγή. Το νερό της πηγής άστραφτε με ένα παράξενο τρόπο, αλλά η κοπέλα δεν έδωσε σημασία, καθώς ήταν πολύ διψασμένη και έτσι πλησίασε και ήπιε. Τότε, ένιωσε μία παράξενη δύναμη να την κυριεύει. Μπορούσε να ακούσει τους ήχους της φύσης και να καταλάβει τη γλώσσα των ζώων. Κούνησε το χέρι της και μία λάμψη εμφανίστηκε στον αέρα. Έκπληκτη κατάλαβε ότι είχε αποκτήσει μαγικές δυνάμεις. Αποφάσισε να προχωρήσει κι άλλο μέσα στο πυκνό δάσος, όπως ακριβώς της είχε πει η φωνή στο όνειρό της.
 Πράγματι μετά από λίγο είδε μπροστά της μία παλιά καλύβα, με φθαρμένα ξύλα και τριγύρω αγριόχορτα. Η πόρτα άνοιξε και ξεπρόβαλε από μέσα ο μάγος. Μόλις είδε την κοπέλα θέλησε την εξοντώσει και άρπαξε το μαγικό ραβδί του. Με μία κίνηση έριξε προς το μέρος της μία πύρινη μαγική φλόγα. Η κοπέλα, όμως, με τη βοήθεια της υπερφυσικής δύναμης που είχε πάρει από την πηγή, σήκωσε το χέρι της και σχημάτισε μπροστά της μία κρυστάλλινη ασπίδα. Ακούστηκε τότε ένας διαπεραστικός κρότος! Η πύρινη φλόγα χτύπησε πάνω στην ασπίδα και επέστρεψε προς το μέρος του μάγου, χτυπώντας τον δυνατά. Ο μάγος κοκκάλωσε και μετατράπηκε με μίας σε άγαλμα.
Η κοπέλα προσπέρασε τον κοκκαλωμένο μάγο και μπήκε στο εσωτερικό της καλύβας. Εκεί βρήκε φυλακισμένη σε ένα κλουβί την πριγκίπισσα, η οποία είχε παρακολουθήσει τη μάχη της κοπέλας με το σατανικό μάγο. Όταν η κοπέλα απελευθέρωσε την πριγκίπισσα, εκείνη την αγκάλιασε με ευγνωμοσύνη. «Δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω! Μου έσωσες τη ζωή», της είπε. «Έλα μαζί μου στο παλάτι, για να σε τιμήσουμε με τον τρόπο που σου αξίζει».
 
Πραγματικά στο παλάτι οργανώθηκε μία πολύ μεγάλη γιορτή, στην οποία όλοι οι κάτοικοι ήταν καλεσμένοι. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα τίμησαν την κοπέλα που έσωσε την κόρη τους και της έδωσαν τον τίτλο της «Προστάτιδας της Χώρας».  Από εκείνη την ημέρα και μετά, η κοπέλα ταξίδευε στα χωριά και στις πόλεις της χώρας και με τις μαγικές δυνάμεις της προστάτευε τους κατοίκους από όποιον ήθελε το κακό τους. Όλοι ένιωθαν ασφαλείς και ευτυχισμένοι και επισκεπτόταν συχνά το δάσος που είχε πια γίνει φωτεινό και φιλόξενο!

 ΝΙΚΗ ΑΓΓΕΛΙΔΗ

ΣΣ. Το κείμενο αυτό αποτελεί μαθητική εργασία που έγινε με αφορμή την παρουσίαση, από την καθηγήτρια Γεωργία Αλειφέρη, παραμυθιών που ανθολογούνται στο σχολικό εγχειρίδιο της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α’ Γυμνασίου, όπου οι μαθητές και οι μαθήτριες δοκίμασαν τις δυνάμεις τους στη συγγραφή παραμυθιών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου