Το παιδί μου κλέβει
Τακτοποιείτε το δωμάτιο του παιδιού σας όταν ανακαλύπτετε ανάμεσα στα πράγματά του ένα παιχνίδι που είστε σίγουροι ότι δεν του ανήκει. Επιστρέφοντας από τα ψώνια μαζί του καταλαβαίνετε ότι το παιδί σας πήρε πράγματα που δεν πέρασαν ποτέ από το ταμείο. Η ανακάλυψη της κλοπής από ένα παιδί αποτελεί πάντα ένα «χτύπημα» ακόμα και για τον πιο ψύχραιμο γονέα!
Η χρήση, ωστόσο, του όρου κλοπή από τα παιδιά με την έννοια που της αποδίδουν οι ενήλικοι, θέλει ιδιαίτερη προσοχή, καθώς είναι μια συμπεριφορά άμεσα εξαρτώμενη από την ηλικία τους. Ένα παιδί θα πρέπει πρώτα «να έχει περάσει από ορισμένες φάσεις εξέλιξης, πριν αποδώσουμε στον όρο κλοπή διαγνωστική σημασία» (Φρόυντ, 1992, σελ. 131- 132). Γνωρίζουμε, ότι τα παιδιά προσχολικής ηλικίας λειτουργούν παρορμητικά και ότι διακατέχονται από μια έντονη ανάγκη να ικανοποιούν άμεσα τις επιθυμίες τους, ενώ η ικανότητά τους να ανέχονται τη ματαίωση, και κατ’ επέκταση τη μη άμεση εκπλήρωση των αναγκών τους, είναι ακόμα υπό διαμόρφωση. Διακρίνονται από ένα είδος «αδηφαγίας» που συνδέεται τόσο με την ανάγκη τους να οικειοποιούνται αυτόματα όλα όσα τα ευχαριστούν και να αποδιώχνουν καθετί το δυσάρεστο, όσο και με την ελλιπή ακόμα ικανότητά τους να διακρίνουν τον εαυτό τους ως κάτι ξεχωριστό από τους άλλους.
Στο μικρό παιδί τα όρια μεταξύ του εαυτού του και της μητέρας του δεν είναι τόσο σαφή και γι’ αυτό με την ίδια ευκολία που ένα νήπιο παίζει με τα μαλλιά της μητέρας του και της δίνει να δοκιμάσει από το φαγητό του, με άλλη τόση ευκολία ψαχουλεύει μέσα στη τσάντα της και αφαιρεί αντικείμενα από αυτήν «ως εάν» ήταν δικά του. Σε αυτή τη φάση, προσανατολίζεται, κυρίως στην προστασία από «εξωτερικές απειλές» αυτών που θεωρεί ότι του ανήκουν (το σώμα του, το σώμα της μητέρας του, τα παιχνίδια του) ώστε να μπορέσει να δομήσει καλύτερα την ταυτότητά του και να αυτονομηθεί. Τα παιδιά «ξέρουν καλά τι σημαίνει να σε κλέβουν πολύ πριν μάθουν να σέβονται την ιδιοκτησία του άλλου» (σελ. 132). Χρειάζεται να διανύσουν αρκετό δρόμο μέχρι να κατορθώσει το περιβάλλον τους να τους εμφυσήσει τις απαραίτητες αρχές της τιμιότητας που θα τα αποτρέπουν από το να συμπεριφέρονται αποκλειστικά υπό το κράτος της «αδηφαγίας» και των τάσεων κατοχής, συλλογής και συσσώρευσης.
Σταδιακά, γύρω στα 5 με 7 έτη, οι αρχές αυτές αρχίζουν να αφομοιώνονται καλύτερα από τα παιδιά και τους γίνεται πιο σαφές ότι είναι λάθος να παίρνουν αντικείμενα από κάποιον άλλον χωρίς να έχουν ζητήσει την άδειά του. Κατανοούν, λοιπόν, ότι αυτή η πράξη αποτελεί κλοπή και είναι μια απαγορευμένη και ανέντιμη συμπεριφορά που συνήθως συνδέεται με αρνητικές συνέπειες για αυτόν που την εκτελεί, που μπορεί να πληγώσει τους άλλους και που έρχεται σε αντίθεση με τις ηθικές αρχές που τους έχει μεταδώσει η οικογένεια.
Παρατηρείται ωστόσο, πως η κλοπή, ακόμα και σε παιδιά σχολικής ηλικίας, δεν είναι ένα σπάνιο φαινόμενο. Είναι γενική διαπίστωση ότι σε αυτές τις ηλικίες η κλοπή δεν έχει τόσο «υλιστική» διάσταση. Στις περισσότερες περιπτώσεις οικογενειών που λειτουργούν «εντός νόρμας» ως προς τις ηθικές αρχές που μεταδίδουν στα παιδιά τους, η κλοπή μοιάζει να μην είναι αποτέλεσμα κάποιας οικονομικής δυσχέρειας που βιώνει το παιδί στο άμεσο περιβάλλον του. Τα παιδιά συνήθως κλέβουν πράγματα τα οποία ήδη έχουν ή θα μπορούσαν να αποκτήσουν. Το γεγονός αυτό σημαίνει πως όταν η κλοπή διαπράττεται από ένα παιδί ή έναν έφηβο που μεγαλώνει σε μια σχετικά «ψυχικά υγιή» οικογένεια και που έχει τη χρονολογική και νοητική ωριμότητα ώστε να διακρίνει το σωστό από το λάθος, αποτελεί μια πράξη που πιθανόν να σηματοδοτεί μια δυσκολία του σε συναισθηματικό επίπεδο. Μπορεί, για παράδειγμα, να υπάρχουν αλλαγές στη ζωή του παιδιού που να βιώνει με τραυματικό τρόπο, όπως μια μετακόμιση, ένα διαζύγιο, ο ερχομός ενός άλλου παιδιού στην οικογένεια. Σε αυτές τις περιπτώσεις η κλοπή μοιάζει σαν μια ασυνείδητη προσπάθειά του να τραβήξει την προσοχή των μεγάλων, να εκφράσει τον θυμό του σε σχέση με όσα γίνονται και να διεκδικήσει πίσω αυτό που θεωρεί ότι έχει χάσει λόγω των αλλαγών.
Υπάρχουν εντούτοις και πιο σοβαρές περιπτώσεις κλοπών που μπορεί να συνδέονται με βαθύτερες δυσκολίες του παιδιού, όπως οι «χαλαροί» κανόνες αναφορικά με την έννοια της ιδιοκτησίας που μεταδίδει η ίδια η οικογένεια και η έλλειψη σωστής διαπαιδαγώγησης γύρω από τις έννοιες της τιμιότητας, του σεβασμού και των ορίων γενικότερα. Σε άλλες περιπτώσεις, η αδυναμία του παιδιού να σεβαστεί όρια μπορεί να σχετίζεται με κάποια νευροαναπτυξιακή διαταραχή, όπως παρατηρούμε για παράδειγμα σε παιδιά με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ). Σύμφωνα με την Παπαγεωργίου (2008), τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ, ανάλογα με τη βαρύτητα της διαταραχής, «παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο εμπλοκής σε αντικοινωνικές - παραβατικές δραστηριότητες, σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό» (σελ. 145).
Στην περίπτωση των εφήβων δεν είναι σπάνιο φαινόμενο η ανάγκη τους να ανήκουν σε μια ομάδα συνομήλικων που να τους ωθεί στην υιοθέτηση παραβατικών συμπεριφορών, όπως η κλοπή, καθώς αυτές φαίνεται να «εξασφαλίζουν» την ένταξή τους και αποδοχή σε μια παρέα. Δεν αποκλείεται, ορισμένες φορές, η κλοπή στους εφήβους να συνδέεται και με εξαρτήσεις (π.χ. κάπνισμα, ναρκωτικά, τζόγος).
Στις πιο ανησυχητικές περιπτώσεις κλοπών παρατηρούνται παιδιά ή έφηβοι που δείχνουν να μην έχουν αναπτύξει επαρκώς την ικανότητα της ενσυναίσθησης. Αδυνατούν, δηλαδή, να μπουν στη θέση του θύματος, να κατανοήσουν πως βιώνουν οι άλλοι τις πράξεις τους και να νοιώσουν ενοχές. Παρουσιάζουν αυτό που ονομάζουμε αντικοινωνικές τάσεις. Αναφερόμενος στη θεωρία του Winnicott, o Abram (2002) υποστηρίζει πως οι αντικοινωνικές τάσεις συνδέονται με αποτυχίες του περιβάλλοντος στη φροντίδα του παιδιού. Πρόκειται για παιδιά που κατά την πρώτη φάση της ζωής τους, όταν ήταν σε απόλυτη εξάρτηση από τους ενήλικες, έλαβαν μια σχετικά επαρκή και ικανοποιητική φροντίδα, την οποία όμως, για διάφορους λόγους, έχασαν ενώ ακόμα την είχαν ανάγκη, έστω και σχετικά. Η τραυματική και πρόωρη απώλεια κάτι «καλού» που το παιδί έχει ακόμα ανάγκη φαίνεται να οδηγεί στην τάση «να θέλει να το πάρει πίσω», «να κλέψει» αυτό που θεωρεί ότι οι άλλοι έχουν, ενώ εκείνο το είχε, αλλά μετά το έχασε. Η κλοπή «είναι ένα σημάδι ελπίδας, από την πλευρά του ατόμου, ότι θα αποκτήσει ξανά την καλή εμπειρία από την εποχή που η απώλεια δεν είχε ακόμα συμβεί» (σελ. 283). Υπό αυτή την έννοια η κλοπή, όσο και εάν είναι μια δυσάρεστη εμπειρία για αυτούς που την υπόκεινται, αποτελεί ένδειξη ότι ο θύτης δεν έχει ακόμα παραιτηθεί, αλλά ότι ελπίζει σε κάτι «καλό» που προσπαθεί όμως να αποκτήσει με λανθασμένο τρόπο.
Ανεξάρτητα ωστόσο, από τους λόγους που μπορούν να οδηγούν ένα παιδί ή έναν έφηβο στην κλοπή, είναι πάντα καίριας σημασίας να μην υποβαθμίζεται ως γεγονός όταν συμβαίνει.
Τι μπορούν λοιπόν να κάνουν οι γονείς όταν αντιληφθούν ότι το παιδί τους κλέβει;
1. Εξηγήστε στο παιδί γιατί είναι λάθος να κλέβουμε, ποια είναι διαφορά του «δανείζομαι» από το «παίρνω κάτι χωρίς άδεια», γιατί είναι σημαντικό να υπάρχει εμπιστοσύνη στις σχέσεις και ποιες συνέπειες μπορεί να έχει για το ίδιο να κλέβει (πχ., να τιμωρηθεί, να χάσει φίλους, να αποκτήσει κακή φήμη στο σχολείο, να υπάρξουν νομικές κυρώσεις).
2. Καλλιεργήστε την έννοια του σεβασμού της ξένης ιδιοκτησίας όντας και οι ίδιοι θετικό πρότυπο για το παιδί σας. Για παράδειγμα, αποφεύγετε να παίρνετε χωρίς να πληρώσετε πράγματα, έστω και ασήμαντης αξίας, που κανονικά δεν θα έπρεπε (π.χ., πετσέτες από ξενοδοχεία, γραφική ύλη από τον χώρο εργασίας σας).
3. Καλλιεργήστε στο παιδί την έννοια της ενσυναίσθησης, μέσα από τη δική σας πάγια στάση κατανόησης των δικών του συναισθήματων, αλλά και μέσα από τη συζήτηση. Βοηθήστε το μέσα από υποθετικά σενάρια κλοπής δικών του πραγμάτων, να μπει στη θέση του θύματος.
4. Παροτρύνετε το παιδί να επανορθώσει για αυτό που έκανε. Προτείνεται να επιστρέψει τα κλοπιμαία και να ζητήσει συγνώμη στο θύμα ή να τα αγοράσει εκ νέου σε περίπτωση που τα έχει ήδη καταστρέψει, χρησιμοποιώντας κατά προτίμηση τις οικονομίες του ή έστω συμμετέχοντας και το ίδιο στα έξοδα. Συνοδέψτε το παιδί, εάν χρειάζεται, σε περίπτωση που η κλοπή έλαβε χώρο σε κάποιο κατάστημα, πιθανά έχοντας συννενοηθεί εκ των προτέρων με κάποιον αρμόδιο, ώστε να διευκολύνει το παιδί στην όλη διαδικασία αποκατάστασης.
5. Συζητήστε με το παιδί με ψυχραιμία γύρω από τους λόγους που μπορεί να το οδήγησαν στην κλοπή και προσπαθήστε να βρείτε μαζί του λύσεις ώστε να μην ξανασυμβεί. Για παράδειγμα, εάν καταλάβετε ότι το παιδί έκλεψε για να γίνει αποδεκτό σε μια παρέα, συζητήστε μαζί του σχετικά με το πως μπορεί να ορθώνει το ανάστημά του και να λέει όχι στους φίλους του.
6. Προσπαθήστε να συνδέσετε τη συμπεριφορά του με πιθανές αλλαγές στη ζωή του που πιθανά να το επιβαρύνουν συναισθηματικά και σκεφτείτε τρόπους για να το ανακουφίσετε. Πιθανόν η αφιέρωση περισσότερου ποιοτικού χρόνου στο παιδί και η παροχή απλών εξηγήσεων για κάποιες καταστάσεις που ίσως να έχει παρερμηνεύσει να είναι αρκετές.
7. Σε περίπτωση που οι κλοπές είναι επαναλαμβανόμενες παρά τις δικές σας παρεμβάσεις, που αυξάνει η αξία των κλοπιμαίων αντικειμένων και που το παιδί παρουσιάζει και άλλες σύνοδες ανησυχητικές συμπεριφορές (π.χ. βασανίζει ζώα, ανάβει φωτιές, καταστρέφει ξένη περιουσία, δεν δείχνει να έχει μετανιώσει ή να ντρέπεται, μοιάζει δυστυχισμένο) ζητήστε άμεσα βοήθεια από κάποιον επαγγελματία ψυχικής υγείας.
Για οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία ή διευκρίνιση μπορείτε να καλέσετε στην «Ευρωπαϊκή Γραμμή Υποστήριξης Παιδιών 116111» ώστε να συζητήσετε με έναν ψυχολόγο όλα αυτά που μπορεί να σας απασχολούν σε σχέση με το παιδί σας.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Ελληνόγλωσσες:
Παπαγεωργίου Β.Α. (2005). Ψυχιατρική Παιδιών και Εφήβων. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Φρόυντ, Α. (1992). Τα Καλά και τα Κακά Στην Εξέλιξη του Παιδιού. Αθήνα: Επίκουρος.
Ξενόγλωσσες:
Abram, J. (2002). Il Linguaggio di Winnicot. Dizionario dei Termini e dei Concetti Winnicottiani. Milano: FrancoAngeli.
Πηγή: ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου