Τετάρτη 28 Αυγούστου 2024

Ζωή ευθεία γραμμή

 ΟΤΑΝ Η ΓΗ ΕΠΕΣΕ

Το λεξικό περιγράφει τη λέξη ¨πανικός¨, ως την εντονότερη μορφή του φόβου, η οποία παραλύει σε μικρό βαθμό την σκέψη. Όμως, ο ορισμός αυτός, δεν ταιριάζει καθόλου στην πραγματική έννοια. 
Για να ορίσουμε τη λέξη, με σωστό τρόπο, θα έπρεπε να παρακολουθήσουμε τον Πάρη, να προσπαθεί να απαντήσει στις ερωτήσεις της καθηγήτριας της λογοτεχνίας. Συχνά, ερχόταν προετοιμασμένος στο μάθημα. Ακόμα και έτσι όμως, μπορούσες να παρατηρήσεις τον φόβο να θεριεύει και να τον κατακλύζει, σαν να ήταν αυτοκρατορικός πιγκουίνος, και να έβλεπε να τον πλησιάζει μια φώκια, κάτω από το ψυχρό στρώμα πάγου, στα χιονισμένα τοπία της Ανταρκτικής. Τον πραγματικό πανικό όμως, μπορούσες να τον δεις ξεκάθαρα, στο μάθημα της φυσικής, το οποίο του φαινόταν δύσκολο. Σε δευτερόλεπτα από την ερώτηση του καθηγητή, τα μάτια του περιέγραφαν από μόνα τους το συναίσθημα του. Ήταν, όμως, δύσκολο να εστιάσεις στα μάτια, είτε επειδή είναι μικρά, είτε επειδή σου αποσπούσε την προσοχή ο ήχος των δακτύλων του που χτυπούσαν νευρικά πάνω στην ξύλινη επιφάνεια του σχολικού θρανίου. Για να μην δυσκολευτείς, μπορούσες να εστιάσεις στα δόντια. Με καθαρό μυαλό και μια μικρή δόση συγκέντρωσης, θα έβλεπες τα φαγωμένα νύχια του, ανάμεσα στους κοπτήρες και τους κυνόδοντες. Μετά από 10 με 15 δευτερόλεπτα, τα μαλλιά του είχαν χαλάσει, και η μπλούζα του, με το λογότυπο των Guns n’ Roses, είχε βραχεί, από τον κρύο ιδρώτα. Λίγο πριν την απόκρισή του στον καθηγητή, ο οποίος στο μεταξύ είχε χάσει την υπομονή του, μπορεί να τύχαινε να έβλεπες την ψυχή του να εγκαταλείπει το σώμα του και θαρρούσες πως έμενε και ο ίδιος αβοήθητος, σαν εκείνους τους πιγκουίνους στη μόνη ακατοίκητη ήπειρο του πλανήτη γη.
Οι γονείς του υποστηρίζουν, πως πανικοβάλλεται πολύ εύκολα. Προσπαθούν να του εξηγήσουν πως το μάθημα της φυσικής, δεν είναι ικανός λόγος για να πανικοβάλλεται σε τέτοιο βαθμό. Και αν θέλετε την γνώμη μου, συμφωνώ μαζί τους… Πιστεύω, πως δεν θα υπάρχει τρόπος, εντονότερος από τον πανικό, για τον Παρη να αντιδράσει, σε μία κατάσταση, πολύ πιο δυσχερή από το μάθημα της φυσικής. Ο πανικός του, είναι επίσης ο λόγος που έχει ελάχιστους φίλους. Από τον φόβο αυτό, έχει επηρεαστεί ψυχολογικά, και οι συμμαθητές μας τον αποφεύγουν.
Όπως αποδείχθηκε, οι γονείς του, είχαν δίκιο. 
Τέσσερα χρόνια πριν, η Ε.Δ.Υ., δηλαδή η Ελληνική Διαστημική Υπηρεσία, αποκάλυψε πως η Γη είναι επίπεδη και πως ο ήλιος με την σελήνη, περιστρέφονται γύρω της. Η σημαντικότερη αποκάλυψη που έκαναν όμως, είχε τρομάξει, όλον τον πλανήτη. Ο Άτλαντας! Ο γνωστός Άτλαντας, για τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες είχαν φτιάξει πολλές ιστορίες, λέγοντας πως κρατάει τη γη, υπάρχει! Αν το μάθαινε αυτό ο Νεύτωνας, ο Πασκάλ και ο Γαλιλαίος…
Δύο χρόνια μετά από την ανακοίνωση αυτή, πραγματοποιήθηκε ακόμα μία αποστολή, για να διαπιστωθεί η κατάσταση του γίγαντα. Τα νέα, ήταν δυσάρεστα... Ο Άτλαντας είχε σκύψει το κεφάλι και είχε γονατίσει. Η έκφραση του προσώπου του, δήλωνε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Ήταν εμφανώς κουρασμένος. Όπως φαινόταν, δεν ήθελε πλέον να κρατάει τη γη και αυτό απειλούσε την ζωή των ανθρώπων, των φυτών και όλων των οργανισμών. Η έρευνα, δημοσιεύθηκε, μια κρύα μέρα. Έβρεχε, λες και η γη, θρηνούσε για τα πλάσματα που ζούσαν εκεί, και για τον πιθανό θάνατό τους. Έβρεχε, και τα ποτάμια πλημμύρισαν. Το ίδιο και οι λίμνες. Οι θάλασσες ξεχείλισαν. Οι άνθρωποι κάθονταν στα σπίτια τους, περιμένοντας τη βροχή να κοπάσει. Έπαιζαν επιτραπέζια, έβλεπαν ταινίες, και έτρωγαν. Ο Πάρης, όμως... ο Πάρης, απλά καθόταν στο δωμάτιο του. Δεν έκανε τίποτα, απλά καθόταν. Το κρεβάτι του ήταν απέναντι από το μπαλκόνι του. Απλά, μοναχικά, κοιτούσε έξω τη βροχή. Δεν είχαμε σχολείο, οπότε είχε πολύ χρόνο να σκεφθεί. Για τους γνωστούς του, τους φίλους του και την γνώμη των άλλων για αυτόν. Οι άνθρωποι άρχισαν να πανικοβάλλονται - πλησίαζαν την καθημερινότητα του Πάρη. Είχαν στεναχωρηθεί, είχαν απελπιστεί και είχαν χάσει τις ελπίδες τους, μαζί με τα περιουσιακά τους στοιχεία από τις καταστροφές που προκάλεσε η καταιγίδα. Κανείς δεν ήξερε εάν επρόκειτο να χάσει την ίδια του τη ζωή, λόγω του Άτλαντα.
Το αναπόφευκτο χτύπησε λίγο καιρό νωρίτερα. Ήμασταν στο σχολείο, κάνοντας μάθημα. Τότε συνέβη, απότομα, δυνατά. Ξεκίνησε με έναν μεγάλο, τρομακτικά παρατεταμένο σεισμό. Μόλις μπήκαμε κάτω από τα θρανία, είχα την ευκαιρία, να παρατηρήσω τους συμμαθητές μου. Δεν τους είχα ξαναδεί έτσι. Ήταν υπερβολικά ήσυχοι, αν και όπως αποδείχθηκε, δεν κράτησε πολύ. Αφού ο Δημήτρης το ξεκίνησε, ένα κύμα από ουρλιαχτά και φωνές, πλημμύρισε την τάξη και στοίχισε την σωματική ακεραιότητα δυο άλλων μαθητών. Ο πανικός, είχε ξεπεράσει τον Πάρη και είχε κολλήσει, σαν ασθένεια, σε δυο άλλα παιδιά. Αποφάσισαν να αψηφήσουν τις οδηγίες της καθηγήτριας κάνοντας απόπειρα να διαφύγουν από την τάξη. Πρώτη έπεσε η Ελένη, καθώς ένα από τα φώτα τη χτύπησε στο κεφάλι και η καθηγήτρια πρόλαβε να την τραβήξει κάτω από την έδρα. Ο Μιχάλης έπεσε μαχόμενος για τη διαφυγή του, στον διάδρομο του σχολείου, παραπατώντας σε κάποια συντρίμμια που τον είχαν περικυκλώσει. Γρήγορα λιποθύμησε. Το περίεργο ήταν ότι ο σεισμός δεν σταμάτησε, απλά κόπασε. 
Αντιληφθήκαμε πως η γη άρχισε να κινείται. Πρώτη ένδειξη ήταν τα σύννεφα, τα οποία διαλύθηκαν και ο ουρανός καθάρισε. Προς έκπληξη όλων των επιστημόνων, οι οποίοι υποστήριζαν πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον, η βαρύτητα ενός αντικειμένου, έτη φωτός κάτω από τη γη, μας τραβούσε προς τα εκεί. Καθώς απομακρυνόμασταν από το σημείο στο οποίο ο πλανήτης μας είχε δημιουργηθεί, μεγάλωνε και η απόστασή μας από τον ήλιο. Συνέπεια της νέας κατάστασης, η σελήνη με τον ήλιο άρχισαν να αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους. Αυτό τους έκανε να συγκρουστούν και να καταστραφούν. Κομμάτια από τους δύο δορυφόρους άρχισαν να πλησιάζουν τη γη ελκυόμενα από τη βαρύτητά της. Όσο προσπαθούσα να βρω την ψυχραιμία μου, άρχισα να ανησυχώ για το άτομο, το οποίο πανικοβάλλεται και χωρίς την αποκάλυψη. Όσο έψαχνα τον Πάρη, σκεφτόμουν όλα τα άσχημα πράγματα που θα μπορούσαν να του έχουν συμβεί. Βρισκόμασταν ακόμα σε ένα σχολικό κτήριο, το οποίο κατέρρεε, και χωρίς ψυχραιμία, που δεν διαθέτει ο Πάρης, ήταν πιθανό να έχει χτυπήσει, ή χειρότερα. 
Μέχρι να πάω να ψάξω στον διάδρομο του σχολείου, τα κομμάτια της σελήνης και του ήλιου, είχαν πλησιάσει τη γη. Καθώς άρχισαν να πέφτουν νοτιότερα από την Ελλάδα, είχα λίγο χρόνο να βρω ένα ασφαλέστερο μέρος. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Είχα υποτιμήσει την ταχύτητα των μετεωριτών, όσο και τη δύναμη της φύσης. Από την άλλη, είχα υπερεκτιμήσει την ταχύτητα με την οποία ταξιδεύω εγώ ο ίδιος τρέχοντας, όσο και τη δύναμη των ποδιών μου… Ήμουν ακόμα στον πρώτο όροφο και χωρίς να το περιμένω, ένας από τους αστεροειδείς, έπεσε λίγο έξω από το κέντρο της πόλης, με δύναμη περισσότερη απ’ ότι μπορούσε ένας μαθητής γυμνασίου να αντέξει. Όχι μόνο σωματικά, αλλά και ψυχικά. Πλέον, κανείς δεν ήξερε τι να κάνει. Υπό τον φόβο ενός νέου μετεωρίτη, χρησιμοποιήσαμε τα κινητά μας τηλέφωνα για να μιλήσουμε στους αγαπημένους, τις οικογένειες και τους συγγενείς μας. Τα συναισθήματα και οι σκέψεις μας ήταν έκδηλα. Δεν φαινόταν μόνο στα πρόσωπά μας τώρα πια, αλλά και στην στάση του σώματός μας, στον τρόπο που μιλούσαμε: φοβισμένα, αγχωμένα. Ποιος να ‘ξέρε αν θα τα ξανακαταφέρναμε, ή αν θα ήταν η τελευταία φορά που μιλάμε στους ανθρώπους που μας αγαπάνε και που είχαμε περάσει τόσα μαζί. 
Στο προαύλιο ακούγονταν κλάματα, αναφιλητά και που και που κάποια κραυγή. Συνήθως φόβου, αλλά τύχαινε να ήταν και πόνου, συχνά από τους τραυματίες. Οι καθηγήτριες, ήθελαν να μας μετρήσουν για να υπολογίσουν τυχόν απώλειες και να ανασυνταχθούν. Αυτό σήμαινε πως χρειάζονταν όλους τους μαθητές. Μην έχοντας χάσει κάθε ελπίδα, προσφέρθηκα να προσπαθήσω να βρω τον Πάρη, για δεύτερη φορά. Ακόμα, όμως, και αν δεν το έδειχνα... ακόμα και αν ρώτησα, τι ήθελαν οι εκπαιδευτικοί, στην πραγματικότητα το έκανα για εμένα. Ήθελα, εάν επρόκειτο να πεθάνουμε, να προλάβω να μιλήσω στον Πάρη, και να του πω πως πλέον όλοι ξέραμε πώς ένοιωθε εκείνος την ώρα του μαθήματος.
Τον βρήκα κρυμμένο στο γυμναστήριο. Ήλπιζα, να μπορώ να περιγράψω την αιχμή του φόβου και του πανικού του. Δεν μπορούσα όμως. Τα μάτια του δήλωναν κούραση και ήταν προφανές πως νωρίτερα είχε κλάψει. Από τη μύτη του είχε τρέξει λίγο αίμα. Πιθανότατα από κάποιο μικρό τραυματισμό. Τον ρώτησα πώς ένοιωθε. Δεν απάντησε. Το στόμα του έτρεμε. Προσπάθησα να διαβάσω τα χείλη του. Ακόμα και σκονισμένα, μπορούσα να διακρίνω πως σχημάτιζαν μία λέξη. Ξεκινούσε με σύμφωνο και ανοιγόκλεισε το στόμα του δύο ακόμα φορές. Υπέθεσα πως ήταν η λέξη «Φοβάμαι». Καθόταν σε εμβρυακή στάση και είχε χλωμό πρόσωπο, σκονισμένο, με ιδιαίτερα γουρλωμένα μάτια. Κοιτούσαν τρομαγμένα το κενό. Προσπάθησα να του μιλήσω, αλλά δεν αντιδρούσε. Συνέχιζα την προσπάθεια και του μιλούσα ήρεμα, παρόλο που είχα φοβηθεί με την κατάσταση του. Είχα φοβηθεί για αυτόν. Κάποια στιγμή, τον κατάφερα να βγάλει μία λέξη από το στόμα του. Μία λέξη, που περιέγραφε όλο το σημερινό συμβάν. Μία λέξη, που εξηγούσε την συμπεριφορά του Πάρη. Μία λέξη, που με οδήγησε στο συμπέρασμα, πως βρισκόταν σε κατάσταση σοκ «Βοήθεια». 
Δεν ήξερα τι να κάνω. Στην αρχή, του μιλούσα ήρεμα, αργά, και επίμονα, αν και σαστισμένος, μέχρι να τον ηρεμήσω. Δεν τα κατάφερνα και αντιθέτως τον έκανα να πει μία μικρή φράση, που με ανατρίχιασε, όπως ο ήχος της κιμωλίας σε μαυροπίνακα. «Φοβάμαι, Μίλτο, Φοβάμαι!». Έπρεπε να ζητήσω τη βοήθεια κάποιου καθηγητή. Αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσα να κάνω, όχι μόνο για τον Πάρη, αλλά και για εμένα, που φοβόμουν για αυτόν. Προσπάθησα να τον σηκώσω. Του είπα να πάμε στο προαύλιο που συγκεντρώνονταν όλοι... Δεν με κοιτούσε. Κοιτούσε το κενό με αυτά τα αφύσικα γουρλωμένα μάτια που είχε από πριν, μέχρι τώρα. Χαμηλόφωνα, αργά και βασανιστικά, επαναλάμβανε την προηγούμενη φράση. Μπορεί να το φαντάστηκα, αλλά μου φάνηκε ότι άρχισε να επαναλαμβάνει τις λέξεις γρηγορότερα, καθαρότερα και δυνατότερα. Προσπάθησα πάλι να τον σηκώσω, αλλά έπεσε κάτω. Σχεδόν τον έσυρα, μέχρι το προαύλιο. Οι καθηγήτριες του μίλησαν, του έδωσαν μία σακούλα για να αναπνεύσει και περίμεναν. Όσο περίμενα, ένοιωσα κάτι τρομακτικά αφύσικο στο περιβάλλον. Ήταν παράξενο συναίσθημα. Όλα ήταν αφύσικα, αλλά όσο περίμενα δεν άλλαξε τίποτα γύρω μου. Ζαλίστηκα. Πόνεσε το κεφάλι μου απότομα, δυνατά, χωρίς να το περιμένω. Ένοιωσα να πέφτω από ψηλά, σαν να οδηγώ και να χάνω τον έλεγχο. Σαν να είμαι σε κάποια σκοτεινή άβυσσο και να πνίγομαι. Όλα γύρω μου έγιναν γκρίζα. Όλα εκτός από τον Πάρη, ο οποίος με κοιτούσε. Ένοιωθα να με περιεργάζεται, όπως έκανα εγώ όταν εκείνος ήταν τρομαγμένος, στο μάθημα της φυσικής. Είχα πανικοβληθεί. Φοβόμουν και για τον Πάρη. Ένοιωθα πως θα χάσω τον μόνο μου φίλο που τόσο εκτιμούσα. 
Ο Πάρης όλο και πιο δυνατά, καθαρά και φοβισμένα, φώναζε τη λέξη βοήθεια, γρήγορα και συνεχόμενα. Σιγά σιγά, άρχισαν μαθητές από όλα τα τμήματα του σχολείου να μας περικυκλώνουν, αλλά δεν τους έδινα σημασία, γιατί εκείνη την στιγμή, το μόνο που με ένοιαζε, ήταν ο Πάρης να επιστρέψει στην κανονική του κατάσταση. Τα μάτια του άρχισαν να δακρύζουν και το στόμα του, έτοιμο να φωνάξει δυνατά για να τον αφήσουν. Τα πόδια του έτρεμαν και τα χέρια του είχαν πιάσει νευρικά το κεφάλι του. Η καρδιά του φάνταζε έτοιμη να βγει από το στήθος του, σπάζοντας τον θώρακα και διαπερνώντας το δέρμα του, σχίζοντας την μπλούζα του. Τότε όμως, νομίζω πως άρχισε να μεγαλώνει η διάρκεια από το κάθε «Φοβάμαι, Μίλτο, Φοβάμαι!» που φώναζε. Άρχισε να μιλάει λιγότερο δυνατά. Σταδιακά, σταμάτησα να ακούω την καρδιά του να χτυπάει. Είχε αρχίσει να ηρεμεί. Τα φρύδια του δεν ήταν πλέον συνοφρυωμένα και σταμάτησαν να δίνουν έκφραση φόβου στο πρόσωπό του. Τα μάτια του, δεν φαίνονταν ανήσυχα. Απλά αργά, σταμάτησαν να ανοιγοκλείνουν με ταχύτητα και επέστρεψαν στο κανονικό. Το στόμα του, σταμάτησε να τρεμοπαίζει. Τα χείλη του αντί για μια πανικόβλητη καμπύλη, έγιναν μια ευθεία γραμμή, η οποία αντί να προσδίδει πανικό, απλώς συνυπήρχε με τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του. Όλα έδειχναν αφύσικα φυσιολογικά. Περίεργο για τον Πάρη. Ο ιδρώτας στέγνωσε στο μέτωπό του. Όλα αυτά έκαναν τον φόβο μου να φουντώσει και ανησυχούσα σχεδόν όσο και νωρίτερα. Ο Πάρης δεν υπήρξε ήρεμος, ούτε στο μάθημα της γλώσσας και τώρα που όλοι ήμασταν πανικόβλητοι, εκείνος έδειχνε να είναι ήρεμος.
Μόλις οι εκπαιδευτικοί είδαν πως ηρέμησε, τον άφησαν να φύγει. Να ‘ξέραν όμως πως δεν θα έπρεπε να το κάνουν! Του μίλησα και μου απάντησε, φυσιολογικά και ήρεμα, σαν μια κανονική Δευτέρα, την ώρα της γυμναστικής. Με είδε ανήσυχο και με ρώτησε αν είμαι καλά. Δεν ήμουν, καθόλου καλά, και ανησυχούσα περισσότερο κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε το οποίο φαινόταν σαν δεκαετίες. Προσπάθησα να του πω ένα ανέκδοτο με το οποίο γελούσε κάθε φορά. Του είπα διάφορα γεγονότα που θα τον στεναχωρούσαν. Δεν υπήρξε καμία αντίδραση εκ μέρους του. Δεν κατάφερα ούτε να τον αγχώσω. Ήταν σαν να είχε χάσει την επικοινωνία με τον κόσμο. Σαν να μην τον άγγιζε τίποτα, ή χειρότερα, σαν να μην είχε αισθήματα.
Εκείνη την στιγμή, ήλπιζα να αλλάξει κάτι. Ήλπιζα, ο Πάρης, ξαφνικά, να φοβηθεί, να δω το στόμα του να τραυλίζει από τον φόβο, ή τα μάτια του να κλαίνε από την λύπη! Ήλπιζα, να δω τα φρύδια του να δίνουν στο πρόσωπό του την έκφραση του θυμού. Ένας άνθρωπος χωρίς αισθήματα κανενός είδους, είναι επικίνδυνος για τους άλλους. Αλλά το σημαντικότερο, είναι επικίνδυνος προς τον εαυτό του. Δεν φοβάται τίποτα, άρα δεν προφυλάσσεται από τίποτα.
Μετά από αυτό, άρχισα να βλέπω την κατάσταση διαφορετικά. Οι άνθρωποι δεν αξίζει να ζουν άσχημα, όπως θα ζούσε ο Πάρης, εάν επιβιώναμε από το σημερινό. Κατάλαβα, πως συχνά, κάτι που δεν είναι καλό για κάποιους, είναι καλό για κάποιους άλλους. Όπως ο πανικός του Πάρη. Η ζωή είναι καλύτερη, αν είναι ενδιαφέρουσα και γεμάτη εντάσεις όπως ήταν η δική του μέχρι τώρα, παρά μοναχική, στενάχωρη και βαρετή, όπως προβλεπόταν να γίνει. Και, εάν όλα πήγαιναν καλά για τους ανθρώπους, και η γη δεν καταστρεφόταν, ο Πάρης δεν θα ζούσε καλά.
Δυστυχώς για τον Πάρη, συνέβη το δεύτερο. «Ο Άτλαντας γύρισε», ήταν τα λόγια με τα οποία μας ενημέρωσαν από τον διαστημικό σταθμό για την κατάσταση. Ο Άτλαντας επέστρεψε! Όλοι ήταν χαρούμενοι και ενθουσιασμένοι! Πλήθος κόσμου, όπως φαινόταν από την πύλη του σχολείου, έβγαινε στον δρόμο και το γιόρταζε! Όλοι χοροπηδούσαν και φώναζαν από χαρά. Ο Πάρης απλά σηκώθηκε και βάδισε αργά προς τον δρόμο. Δυστυχώς δεν είχε τύχη. Δεν το ήξερε, αλλά η ζωή του θα ήταν μία ευθεία γραμμή, από τώρα μέχρι το τέλος της. Σαν τον δρόμο που βάδιζε τώρα αποτραβηγμένος από τους εορτασμούς. Θα συμπεριφέρεται σαν ένα ρομπότ και θα εκπληρώνει την καθημερινή του ρουτίνα χωρίς αισθήματα. Δεν θα είναι ποτέ ικανός να χαρεί, να λυπηθεί, να λαχταρήσει, να αμφισβητήσει να απελπιστεί ή να ενθουσιαστεί, να δουλέψει σε μια δουλειά που δεν περιλαμβάνει ένα γραφείο, να κάνει φίλους και να διασκεδάσει μαζί τους. Είναι πιθανό να μην μπορέσει να έχει οικογένεια. Ευτυχώς, δεν θα  μπορέσει ξανά να βιώσει την στεναχώρια ενός ατυχήματος, δεν θα μπορέσει να απογοητευθεί όταν δεν τα καταφέρει σε κάτι. Δεν θα μπορεί να στεναχωρηθεί, για αυτή του την κατάσταση. Δεν θα μπορεί να ξαναφοβηθεί ή πανικοβληθεί. Ακόμα και αν αυτά ακούγονται θετικά όμως, δεν θα ξανακατάφερνε να νοιώσει καλά για τον εαυτό του. Ποτέ δεν θα ξαναήταν περήφανος που θα δημιουργούσε ή θα εκπλήρωνε κάποιο στόχο του. Δεν θα ξαναένοιωθε την ευχαρίστηση της μάθησης ή της επιτυχίας. Δεν θα μπορούσε να νοιώσει την αγάπη και την αισιοδοξία, την καλοσύνη, την συμπόνια ή την ευγνωμοσύνη για κανέναν. Πάνω από όλα όμως, δεν θα μπορέσει να ξαναχαμογελάσει.

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΠΑΠΑΠΑΝΤΕΛΙΔΗΣ

ΣΣ. Το διήγημα αποτελεί μαθητική εργασία στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' τάξης, της καθηγήτριας Νίκης Κυριαζή, και έλαβε μέρος στο διαγωνισμό διηγήματος του Ιδρύματος Λασκαρίδη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου