Παρασκευή 19 Μαΐου 2023

Οδοιπορικό στον Πόντο

Η καταστροφή, ο ξεριζωμός και η αποκατάσταση
του Κωνσταντίνου Φωτιάδη* 

Λίγες μέρες πριν από τη ρώσικη κατοχή της Πόλης, τον Απρίλιο του 1916, έγινε η παράδοση της Τραπεζούντας από τον Τούρκο Βαλή Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμή μπέη στον μητροπολίτη Χρύσανθο, ο οποίος, λόγω της συνετούς πολιτικής του απέναντι στους μουσουλμάνους της περιοχής, έγινε δεκτός από τους Ρώσους, αλλά και από τους προξενικούς εκπροσώπους των άλλων κρατών, ως ηγέτης στην ευαίσθητη περιοχή, όπου το αίμα των αθώων Αρμενίων και Ελλήνων ήταν ακόμη νωπό. Η δίχρονη προεδρία του ήταν ένα αληθινό διάλειμμα δημοκρατίας και αρμονικής συμβίωσης χριστιανών και μουσουλμάνων. Τον Φεβρουάριο του 1918 η κατάσταση είχε αλλάξει ριζικά, όταν, ύστερα από την επικράτηση των μπολσεβίκων το 1917, ο ρώσικος στρατός εγκατέλειψε την Τραπεζούντα και η περιοχή ξαναπέρασε στην κατοχή των Νεότουρκων.
Στις δύσκολες εκείνες στιγμές, χιλιάδες Έλληνες του ανατολικού Πόντου και του Καρς, για να γλιτώσουν από τη γενοκτονική πολιτική των Νεότουρκων πήραν τον δρόμο της φυγής προς την εμφυλιοκρατούμενη Ρωσία. Ο ξεριζωμός των Ελλήνων ευαισθητοποίησε τους Έλληνες της Ρωσίας, οι οποίοι ήδη από το Α΄ Πανελλήνιο Συνέδριο, τον Ιούλιο του 1917, στο Ταϊγάνιο, αποφάσισαν την εκλογή Κεντρικού Συμβουλίου για τη δημιουργία ανεξάρτητου ποντιακού κράτους, με προσωρινή έδρα την πόλη Ροστόβ. Για πρώτη φορά οι Πόντιοι της διασποράς οργανώθηκαν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Βόλο) καθώς επίσης και στις πόλεις του εξωτερικού.
Στην Ευρώπη, πρωτεργάτης του αγώνα ήταν ο Κ. Κωνσταντινίδης, ο οποίος από τη Μασσαλία με διαδοχικά υπομνήματα ενημέρωνε τις συμμαχικές δυνάμεις για την τραγική κατάσταση που επικρατούσε στον Πόντο. Ο ίδιος επίσης τύπωσε και κυκλοφόρησε χάρτη που όριζε τα σύνορα της προτεινόμενης Ποντιακής Δημοκρατίας. Η ρώσικη επανάσταση ξεσήκωσε τους Έλληνες του Πόντου για τον δικό τους εθνικό αγώνα, ενώ στο πρώτο παγκόσμιο Παμποντιακό Συνέδριο, που οργανώθηκε στη Μασσαλία τον Φεβρουάριο του 1918, ο ίδιος ο Κ. Κωνσταντινίδης, με τηλεγράφημα που έστειλε στον Λ. Τρότσκι, ζήτησε επίσημα την υποστήριξη της Σοβιετικής Ρωσίας.
Μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος
Στο Συνέδριο Ειρήνης όμως στο Παρίσι, που άρχισε τον Δεκέμβριο του 1918, ο Ελ. Βενιζέλος πιέστηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις και δεν συμπεριέλαβε τον Πόντο στον φάκελο των ελληνικών διεκδικήσεων και, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των Ελλήνων του Πόντου, συμφώνησε να παραχωρηθεί η περιοχή στην υπό ίδρυση Αρμενική Δημοκρατία. Τον Απρίλιο του 1919, ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος επισκέφθηκε τον Ελ. Βενιζέλο στο Παρίσι και ο πρωθυπουργός, μετά την αναλυτική ενημέρωση, παραδέχτηκε ότι διαπραγματεύτηκε λαθεμένα το ποντιακό ζήτημα. Παράλληλα με τον παμποντιακό αγώνα των Ελλήνων της Ρωσίας, ο Χρύσανθος επισκέφθηκε το Εριβάν και διαπραγματεύτηκε με τους Αρμένιους, καθώς επίσης και με τους μουσουλμάνους του Πόντου, μια μορφή συνομοσπονδίας. Ωστόσο, η καχυποψία και των δύο πλευρών έγινε αιτία να χαθεί πολύτιμος χρόνος, ο οποίος λειτούργησε αρνητικά, εξαιτίας των γρήγορων πολιτικών εξελίξεων. Το πολιτικό γεγονός που λειτούργησε ως ταφόπετρα του ποντιακού ζητήματος ήταν η κεμαλομπολσεβικική συνθήκη φιλίας και συνεργασίας που υπογράφηκε τον Μάρτιο του 1921. Ο αδύναμος Κεμάλ πασάς, ενισχυμένος από τον Λένιν οικονομικά, στρατιωτικά και ηθικά, συνέχισε το γενοκτονικό του έργο και ταυτόχρονα εμφανίστηκε στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου με παράλογες απαιτήσεις, που, λόγω των νέων πολιτικών εξελίξεων, δεν απορρίφθηκαν από τις νικήτριες συμμαχικές μας δυνάμεις.
Παρά το αρνητικό κλίμα που δημιουργήθηκε, ο ποντιακός ελληνισμός δεν πτοήθηκε. Στις 10 Μαρτίου 1921 ο μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός πρότεινε στον υπουργό Εξωτερικών Μπαλτατζή συνεργασία με τους Κούρδους και τους Αρμένιους για να χτυπηθεί το κίνημα του Κεμάλ. Η κυβέρνηση του Γούναρη, απομονωμένη και από τους συμμάχους, δεν πήρε καμία πρωτοβουλία, ενώ οι Πόντιοι, απογοητευμένοι, με πρωτοβουλία του Γερμανού Καραβαγγέλη, διοργάνωσαν δύο συνέδρια, στην Κωνσταντινούπολη στις 17 Αυγούστου 1921 και στην Αθήνα στις 4 Σεπτεμβρίου. Συγχρόνως κατήγγελλαν την αδράνεια των συμμαχικών δυνάμεων και της ελληνικής κυβέρνησης στο σχεδιασμένο πρόγραμμα αφανισμού όλων των Ποντίων. Η τελευταία προσπάθεια ποντοαρμενικής συνεργασίας άρχισε καθυστερημένα στις αρχές του 1922, όταν πια τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων είχαν αλλάξει πλευρά. Εκμεταλλευόμενος την ευκαιριακή συγκυρία, ο Κεμάλ πασάς, με τη φανερή υποστήριξη των μπολσεβίκων, της Ιταλίας, της Γαλλίας και τη σιωπηρή σύμπραξη της Αγγλίας, άρχισε την αντεπίθεση,που έφερε και την κατάρρευση του μετώπου. Η ελληνική Σμύρνη δεν υπήρχε πλέον, και το τέλος της ελληνικής Μ. Ασίας σφραγίστηκε με τη θυσία του ελληνικού Πόντου.
Πόντιοι αντάρτες
Η Ποντιακή Δημοκρατία έμεινε ένα όνειρο, ενώ η καταδίκη σε θάνατο από την κεμαλική κυβέρνηση όλων των πρωτεργατών του αγώνα σφράγισε την εθνική συμφορά του ποντιακού ελληνισμού, η οποία συνδέεται με τη γενικότερη τύχη του ελληνισμού της Μ. Ασίας. Αυτή την περίοδο της γενοκτονίας, αλλά και νωρίτερα, ένας δεύτερος ποντιακός ελληνισμός ζούσε και μεγαλουργούσε στη Ρωσία. Περισσότεροι από 500.000 Πόντιοι κατοικούσαν στη Ρωσία, ενώ το 1918, με τις ομαδικές μετοικεσίες των καταδιωγμένων Ποντίων, ιδιαίτερα μετά την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων, ξεπέρασαν τους 750.000.
Πέρα από τις πρώτες ομαδικές εγκαταστάσεις των αρχαίων Ελλήνων σε όλη τη Μαύρη Θάλασσα, ο Καύκασος, η Γεωργία, η νότια Ρωσία, η μεσημβρινή Ρωσία, οι παραδουνάβιες περιοχές και οι βουλγαρικές ακτές του Εύξεινου Πόντου έγιναν σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το καταφύγιο των Ελληνοπαίδων. Φτάνει να δει κανείς τη χρονολογική σειρά των αναγκαστικών μετακινήσεων, για να καταλάβει ότι ο ελληνισμός του Πόντου κατέφευγε στη φιλόξενη ομόθρησκη Ρωσία κάθε φορά που αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα εθνικής επιβίωσης. Σήμερα υπολογίζεται ότι στην πρώην Σοβιετική Ένωση ζουν ακόμη περισσότεροι από μισό εκατομμύριο Πόντιοι, οι οποίοι διατηρούν, στον βαθμό που δεν επεμβαίνουν οι αρχές των ανεξάρτητων Δημοκρατιών της Κοινοπολιτείας, τις πατροπαράδοτες ελληνοποντιακές τους παραδόσεις.
Στον ιστορικό Πόντο, το τέλος της ιστορίας και του πολιτισμού των Ποντίων ήταν εξαιρετικά τραγικό και σταμάτησε βίαια με την απάνθρωπη, αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών που όρισε η Συνθήκη της Λωζάννης το 1923.
Είναι γνωστή η γενοκτονία του αρμενικού λαού το 1915 από τους Νεότουρκους, αλλά δεν είναι γνωστή η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, που είχε τις ίδιες αναλογίες ποσοτικά και ηθικά με τη γενοκτονία των Αρμενίων, την περίοδο 1916-1923. Από τους 697.000 Πόντιους που ζούσαν το 1913 στον Πόντο, περισσότεροι από 353.000, δηλαδή ποσοστό μεγαλύτερο από το 50%, βρήκαν οικτρό θάνατο μέχρι το 1923 από τους Νεότουρκους και τους κεμαλικούς στις πόλεις και τα χωριά, στις εξορίες και τις φυλακές, στα τάγματα εργασίας, τα λεγόμενα «αμελέ ταμπουρού», που ήταν τάγματα θανάτου.
Η κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή του Εύξεινου Πόντου επιδεινώθηκε όταν ο ελληνικός στρατός, στις 15 Μαΐου 1919, κατέλαβε τη Σμύρνη και ένα μέρος της ενδοχώρας. Ο ίδιος ο Κεμάλ, στις 19 Μαΐου 1919, οργάνωσε τη δεύτερη φάση των διωγμών, όταν αποβιβάσθηκε στη Σαμψούντα. Με τη Συνθήκη της Λωζάννης στις 24 Ιουλίου 1923 ορίστηκε ως σύνορο μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας ο ποταμός Έβρος και η συρρίκνωση του έθνους μέσα στα όρια του κράτους επισημοποιήθηκε με τη σύμβαση περί ανταλλαγής πληθυσμών, η οποία είχε υπογραφεί στη Λωζάννη στις 30 Ιανουαρίου 1923.
Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων προσφύγων είχε ήδη εγκαταλείψει την περιοχή πριν τη σύμβαση, ενώ πολλοί κατέφυγαν στις παραλιακές πόλεις για να επιβιβασθούν σε πλοία για την Ελλάδα. Συνολικά ο παρευξείνιος ελληνισμός εξοντώθηκε κατά την περίοδο 1914-1924 ή ακολούθησε τον δρόμο της διασποράς προς την Ευρώπη, την Αμερική και την Περσία (Ιράν), τη Σοβιετική Ένωση και την Ελλάδα. Τα αρχεία των υπουργείων Εξωτερικών της Ευρώπης και της Αμερικής, καθώς επίσης και οι εκθέσεις άλλων διεθνών οργανισμών, είναι ακόμη και σήμερα ζωντανοί μάρτυρες κατηγορίας των εγκλημάτων που συστηματικά διαπράχθηκαν από τις τουρκικές κυβερνήσεις εις βάρος των Ελλήνων του Πόντου.
Η εθνική συμφορά του 1922 είχε ως συνέπεια το ξερίζωμα του ελληνισμού της Μ. Ασίας. Περισσότεροι από 1.300.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να εκπατριστούν βίαια, εγκαταλείποντας τους προσφιλείς νεκρούς, μαζί με τις περιουσίες τους και τον πολιτισμό της τρισχιλιόχρονης δημιουργικής παρουσίας τους εκεί.

Ο ξεριζωμός και η αποκατάσταση

Μονή Σουμελά
Η μικρασιατική καταστροφή ξανάφερε στο προσκήνιο την ταραγμένη εσωτερική πολιτική κατάσταση. Η ανικανότητα των εναλλασσόμενων κυβερνήσεων ανάγκασε τον στρατηγό Πλαστήρα ν’ αναλάβει την εξουσία, να εκθρονίσει τον βασιλιά Κωνσταντίνο και να κινητοποιήσει όλες τις κρατικές υπηρεσίες για την επίλυση των προσφυγικών προβλημάτων. Η συντριπτική πλειοψηφία του προσφυγικού πληθυσμού, 638.252 άτομα, δηλαδή ένα ποσοστό 53%, εγκαταστάθηκε στη Μακεδονία, αρχικά στις περιοχές που εγκατέλειψαν οι ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι.
Τα κύρια προβλήματα που αντιμετώπισε το κράτος την πρώτη αυτή περίοδο της προσφυγιάς ήταν η επισκευή των εγκαταλειφθέντων οικισμών από τους τουρκικούς και βουλγαρικούς πληθυσμούς, η ανέγερση νέων οικιών και οικισμών, η κατασκευή συγκοινωνιακών έργων, η διανομή γεωργικών κλήρων στους πρόσφυγες γεωργούς και ο εφοδιασμός τους με τα στοιχειώδη εργαλεία και τους γεωργικούς σπόρους για την καλλιέργεια των κτημάτων. Η ελληνική κυβέρνηση, για να συνεχίσει το έργο της αποκατάστασης των προσφύγων Ποντίων, ζήτησε τη μεσολάβηση της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία ενέκρινε τη δανειοδότηση. Θετικό ρόλο έπαιξε η περίφημη Έκθεση του Nάνσεν, ώστε στο τέλος του 1924, μετά από επίμονες διαπραγματεύσεις και αυστηρές δεσμεύσεις, υπογράφηκε το δάνειο ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και την Τράπεζα της Αγγλίας, με ονομαστικό κεφάλαιο 12.300.000 λίρες Αγγλίας.
Η Ε.Α.Π. (Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων), με την άρτια διοικητική, οικονομική και τεχνική της οργάνωση μπόρεσε να προχωρήσει στην εφαρμογή του προγράμματος αποκατάστασης των προσφύγων. Στην επιτυχία του προγράμματος συνετέλεσαν και οι ίδιοι οι πρόσφυγες, με την εργατικότητα, την ικανότητα, την τιμιότητα και την πείρα που διέθεταν στον οικονομικό και πολιτισμικό χώρο. Τα 2/3 των εξόδων της Ε.Α.Π. δαπανήθηκαν στη Μακεδονία, με αποτέλεσμα ν’ αλλάξει ριζικά η περιοχή σε τέτοιο βαθμό ώστε, σύμφωνα με τις δηλώσεις του αντιπροέδρου της Τζον Κάμπελ, το 1930 δυσκολευόταν κανείς να αναγνωρίσει τον έρημο τόπο του 1923.
Η γεωργία, η κτηνοτροφία, η σηροτροφία και η αλιεία αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα από τους πρόσφυγες, με αποτέλεσμα την ευρύτερη ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας. Η κοινωνική πολιτική του Βενιζέλου βοήθησε οριστικά στη μόνιμη εγκατάσταση των αγροτικών πληθυσμών, ενώ διάφορα προνομιακά μέτρα, που λειτούργησαν προσωρινά για τους πρόσφυγες των παραμεθόριων περιοχών, συνέβαλαν αποφασιστικά στην επάνδρωση των ακριτικών χωριών. Οι πρόσφυγες έγιναν για μία ακόμη φορά άγρυπνοι φρουροί των συνόρων.
Παράλληλα με τη μερική αποκατάσταση των αγροτικών πληθυσμών, οι ελληνικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να λύσουν, έστω και προσωρινά, τα πολύπλοκα προβλήματα των αστικών προσφυγικών πληθυσμών. Το κράτος έριξε το βάρος στη λύση του στεγαστικού προβλήματος, ενώ η Ε.Α.Π. δαπάνησε 2.422.961 λίρες Αγγλίας για τη στέγαση 165.000 περίπου αστών προσφύγων. Το 50% του αστικού πληθυσμού συγκεντρώθηκε στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Ελληνική οικογένεια του Πόντου
Η συμπεριφορά πολλών γηγενών Ελλήνων απέναντι στους πρόσφυγες ήταν αρνητική, όπως καταγράφουν αρκετές πηγές. Παρ’ όλες τις δυσκολίες, οι πρόσφυγες δεν λιποψύχησαν, αλλά επιστράτευσαν όλους τους μηχανισμούς επιβίωσης που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της συμβίωσής τους με τους Οθωμανούς. Στην κατηγορία αυτή βέβαια δεν συμπεριλαμβάνονται οι δεκάδες χιλιάδες πλούσιοι Μικρασιάτες πρόσφυγες, οι οποίοι, χωρίς κρατική βοήθεια, χάρη στις επενδύσεις που είχαν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, έλυσαν μόνοι τα προβλήματά τους.
Ωστόσο, η οδύσσεια του παρευξείνιου ελληνισμού δεν σταματά στη μικρασιατική καταστροφή. Συνεχίστηκε αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο της Ρωσίας, κατά τον οποίο χάθηκαν άδικα δεκάδες χιλιάδες Έλληνες. Κατά την περίοδο των σταλινικών διώξεων 1937-1939, περίπου 20.000 Έλληνες εκδιώχθηκαν από τη Σοβιετική Ένωση προς την Ελλάδα, πέρα από τα δεκάδες χιλιάδες θύματα στους τόπους των εκτοπίσεων, στο Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν, την Κιργισία, τις στέπες και στις άλλες αφιλόξενες περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης. Άλλοι 13.500 πήραν επίσης τον δρόμο της προσφυγιάς το 1965.
Το προσφυγικό ζήτημα επιδεινώθηκε ξανά τον Μάρτιο του 1988, όταν οι σοβιετικές αρχές άνοιξαν τα σύνορα για τους λαούς των Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών και δημιουργήθηκε αναγκαστικά ένα μεγάλο κύμα νέων προσφύγων Ελλήνων από τη Ρωσία προς την Ελλάδα, που ξεπέρασε σήμερα τις 180.000.
Η ελληνική πολιτεία ήταν και πάλι απροετοίμαστη για την ενσωμάτωση των νέων Ποντίων προσφύγων στους κόλπους της. Είναι γεγονός ότι από το 1923 κανένα άλλο προσφυγικό κύμα δεν είχε τέτοιο μέγεθος ώστε να αναγκάσει το ελληνικό κράτος να ασκήσει εκ νέου μια πολιτική υποδοχής και αποκατάστασης των προσφύγων. Η εγκατάστασή τους έγινε κυρίως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Τον Δεκέμβριο του 1990 ιδρύθηκε το Εθνικό Ίδρυμα Υποδοχής και Αποκατάστασης Παλιννοστούντων Ομογενών Ελλήνων (Ε.Ι.Υ.Α.Π.Ο.Ε.). Η αδυναμία της πολιτείας στο πρόβλημα της αποκατάστασης των νεοπροσφύγων οδήγησε ειδικά τα προσφυγικά σωματεία να απαιτήσουν την ίδρυση μικρών οικισμών στη Θράκη και τη δημιουργία μιας παραδοσιακής ποντιακής πόλης με το όνομα «Ρωμανία», για να εγκατασταθούν αρκετοί νεοπρόσφυγες Πόντιοι στις ακριτικές θέσεις της Βόρειας Ελλάδας.
Ο προσφυγικός πληθυσμός στη δεκαετία 1922-1932 πρόσφερε στο ελληνικό κράτος την επίλυση του δημογραφικού προβλήματος, την ανάπτυξη της γεωργίας, της βιοτεχνίας, της βιομηχανίας, του εμπορίου, της ναυτιλίας, και επιπλέον προώθησε τη δημιουργία ενός νέου ελληνικού πνεύματος από τη σύζευξη του μικρασιατικού με το ελλαδικό. Οι τίμιοι και δημοκρατικοί αγώνες των αγροτών, των εργατών και των αστών συνέβαλαν αποφασιστικά στον εκσυγχρονισμό της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα. Οι κοινωνικοί αγώνες των προσφύγων για μια δικαιότερη κατανομή του εθνικού εισοδήματος έγιναν αιτία για τη δημιουργία νέων πολιτικών σχηματισμών και κομμάτων.
Πάνω απ’ όλα, ο προσφυγικός ελληνισμός ευρύτερα διακρίθηκε και διακρίνεται για τη βαθιά του αγάπη στις τέχνες και τα γράμματα. Η αναπτυγμένη πνευματική υποδομή των περισσότερων προσφύγων, οι οποίοι διακρίνονταν ιδιαίτερα για τη γλωσσομάθεια και την πολυμάθειά τους, συνέβαλε αποφασιστικά στη γρήγορη προσαρμογή τους στο ελλαδικό κλίμα, αλλά και στην ουσιαστική προσφορά τους στην πολιτιστική πρόοδο ολόκληρης της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, στη λογοτεχνία, η γενιά του ‘30 άντλησε θεματικά ερεθίσματα από τη ζωή και τα έθιμα των προσφύγων, ενώ τα εξαιρετικά ακριτικά και ιστορικά τραγούδια του Πόντου, τα θρησκευτικά τραγούδια της Καππαδοκίας, τα ρεμπέτικα της Ιωνίας, πλούτισαν και ανανέωσαν με τον βυζαντινό τόνο και χρώμα τους την ελλαδίτικη μουσική. Οι πολεμικοί ποντιακοί χοροί, οι πολιτιστικοί σύλλογοι, τα προσφυγικά σωματεία, τα βιβλία, οι εφημερίδες και τα περιοδικά τους αποτελούν μέχρι σήμερα σημαντικό τμήμα της πολιτισμικής κληρονομιάς του παρευξείνιου ελληνισμού.
Η ελληνοχριστιανική παράδοση διαφυλάχθηκε τόσο από τους πρόσφυγες του 1922, αλλά και από τις επόμενες γενιές μέχρι και σήμερα τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στο εξωτερικό. Τα θρησκευτικά σύμβολα και τα ιστορικά μοναστήρια (Παναγία Σουμελά, Άγιος Γεώργιος Περιστερεώτας, Άγιος Ιωάννης Βαζελώνας, Θεόδωρος Γαβράς, Παναγία Γουμερά, Άγιος Βασίλειος Λαγκαδά), τα οποία ανιστόρησαν σε διάφορα βουνά της Μακεδονίας, σηματοδότησαν και σηματοδοτούν μέχρι σήμερα τους Έλληνες πρόσφυγες του Εύξεινου Πόντου.
Ο σύγχρονος παρευξείνιος ελληνισμός (ελληνόφωνος, τουρκόφωνος και ρωσόφωνος) αγωνίζεται για τη διατήρηση της εθνικής συνείδησης, του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, της χριστιανικής ορθόδοξης πίστης, αλλά και για το συνταίριασμα των ευρύτερων πολιτισμικών στοιχείων που μεταφέρει.
Η μαζική εισροή ενίσχυσε τις προσφυγικές κοινότητες της Ελλάδας και της Ρωσίας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα μόνιμο δίκτυο μεταφοράς ανθρώπων, αγαθών, ιδεών, ανάμεσα στους ελληνικούς και τους ρώσικους πόλους της ποντιακής διασποράς. Η Θεσσαλονίκη παραμένει το κύριο κέντρο συγκέντρωσης και οργάνωσης των παγκόσμιων παμποντιακών και παμμικρασιατικών συνεδρίων, καθώς η Μακεδονία και η Θράκη συνιστούν την κύρια γεωγραφική ζώνη εγκατάστασης των προσφύγων στην Ελλάδα.
Ωστόσο, σήμερα θεωρούμε ότι στα πλαίσια της ειρηνικής συμβίωσης λαών και εθνοτήτων, ο Καύκασος, η Κριμαία και ολόκληρη η Μαύρη Θάλασσα θα φτωχύνουν χωρίς την παρουσία του ελληνισμού, ο οποίος άλλωστε ενισχύει τη συνεργασία και τη φιλία ανάμεσα στον ελληνικό λαό και τους λαούς της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Η Ελλάδα οφείλει να ενισχύσει στον οικονομικό και εκπαιδευτικό τομέα τον παρευξείνιο ελληνισμό, ο οποίος ήδη ανασυγκροτείται στις περιοχές της Μαριούπολης και του Ντονέσκ της Ουκρανίας, όπως και σε πολλές αστικές και αγροτικές περιοχές της Ρωσίας.
Η συλλογική ζωή των Ελλήνων στις περιοχές αυτές, όπως επίσης και των νεοπροσφύγων στην Ελλάδα, προσανατολίζεται προς την πολιτιστική αναγέννηση με τη γλώσσα, τη θρησκεία, τη μουσική, τους χορούς, αλλά και την καλλιέργεια της εθνικής μνήμης.
.........................
 * Ο Κωνσταντίνος Φωτιάδης είναι καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Κοσμήτορας Παιδαγωγικής Σχολής Φλώρινας και Πρόεδρος Τμήματος Βαλκανικών Σπουδών Φλώρινας. Το κείμενο είναι απόσπασμα από το  άρθρο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΑΡΔΗΝ στο τεύχος 75 με τον τίτλο, «Οδοιπορικό στον Πόντο». 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου