Η Μηλιά
του Εμμανουήλ Ροΐδη
Ο δε Ιησούς είπεν·
«Άφετε τα παιδιά έρχεσθαι πρός με».
(Κατά Λουκάν ιη΄, 16)
Εις ένα χωριό της Μεγάλης Ελλάδας εζούσεν ένα καιρό ένα κορίτσι τόσο καλόκαρδο και χαριτωμένο, που όλος ο κόσμος το αγαπούσεν. Αν και δεν ήταν πλούσιο, εύρισκε τρόπο να βοηθεί τους πτωχούς· ό,τι της έδιδαν το εμοίραζε με αυτούς, και όταν τα χέρια της ήσαν άδεια, η καρδιά και το στόμα της ήσαν πάντοτες γεμάτα καλά αισθήματα και καλά λόγια για να τους παρηγορεί. Και όχι μόνον οι άνθρωποι και τα σπιτικά ζώα, αλλά και αυτά τα πουλιά του δάσους την αγαπούσαν. Όταν την έβλεπαν να περνά, κατέβαιναν από τα δένδρα και την ακολουθούσαν σαν σκυλάκια, για να τους δώσει το μισό ψωμί της.
Την έλεγαν Μηλιά, γιατί την είχαν εύρει ένα απριλιάτικο πρωί από κάτω από ένα μηλόδενδρο, σκεπασμένη από τα άσπρα άνθια όπου είχε τινάξει απάνω της ο άνεμος τη νύχτα.
Το ηλικιωμένο ανδρόγυνο που την είχε υιοθετήσει ήταν τόσο πτωχό, οπού μόλις έφθαναν για να μη πεινά όσα εκέρδιζαν με το πλέξιμον η γραία και ο γέρος κόπτοντας ξύλα. Η Μηλιά έκαμνε κι εκείνη ό,τι μπορούσε για να τους βοηθήσει. Εμάζευεν εις το δάσος αγριοφράουλες, μενεξέδες και άλλα λουλούδια και τα επρόσφερνεν εις τους διαβάτες μ΄ ένα χαμόγελο τόσο γλυκό, που σπάνιον ήταν να της αρνηθούν την πεντάρα τους, όσοι είχαν να την δώσουν. Αυτοί όμως δεν ήσαν πολλοί εις το πτωχικό εκείνο χωριό, και το ψωμί και τα κάστανα, όπου έτρωγαν ο γέρος και η γριά, ήσαν πάντοτες ολιγώτερα από την όρεξί τους, και ακόμη πιο μικρό το μερδικό της Μηλιάς, αφού το εμοίραζε με τους πτωχούς και τα πουλιά.
Η Μηλιά ήταν δεκαεφτά ετών, όταν μια νύχτα, όπου ενόμιζαν οι θετοί γονιοί της πως κοιμάται, άκουσε να λέγει ο γέρος εις την γυναίκα του:
«Δεν ξέρω τι θα γίνουμεν, αν δεν κάμει ο Θεός κανένα θαύμα να μας βοηθήσει. Τα ξύλα όπου ημπορώ να σηκώσω εις τη γέρική μου πλάτη ολιγοστεύουν καθημέραν, και συ αντίς τρεις χρειάζεσαι τώρα πέντε μέρες για να πλέξεις μια κάλτσα. Η Μηλιά τρώγει λίγο, μα αγαπά να μοιράζει ψωμί εις τους πτωχούς και τα πουλιά. Συλλογούμαι τι θα γίνει αφού κλείσουμε τα μάτια. Αν ήταν ένα ή δυο χρόνια μεγαλύτερη, θα την έστελνα εις την πόλι να βολευθεί. Φρόνιμη και προκομμένη καθώς που είναι, θα εύρισκεν εύκολα μια καλή θέσι, και δεν θα λησμονούσε και τους πτωχούς ανθρώπους που την αναθρέψανε, όταν δεν θα έχω πλέον δύναμι να κόπτω ξύλα ούτε συ δάκτυλα να πλέκεις».
Η Μηλιά εκαμώθη πως δεν άκουσε τίποτες. Το πρωί όμως εσηκώθηκε πριν φέξη· έκαμεν ένα κομπόδεμα τα ολίγα της πράγματα, έσφιξε την καρδιά της, εσφούγγισε τα μάτια της, που έτρεχαν σαν βρύσι, και πήγε ν΄ αποχαιρετίσει το γέρικο ζευγάρι. Έκλαψαν κ΄ εκείνοι, έπειτα όμως εσυλλογίσθηκαν πως ήτο φανέρωμα του θείου θελήματος, να κάμει την Μηλιάν να συλλογισθεί την ίδιαν νύκτα, όσα εσυλλογίσθηκαν και εκείνοι. Την άφησαν λοιπόν να φύγει, αφού της έδωκαν πολλά φιλιά, την ευχή τους και μίαν πίτταν να την τρώγη εις τον δρόμον.
Όλο το χωριό ηθέλησε να την συνοδέψει μιαν ώρα δρόμο έως την Κρύα Βρύσι. Την ακολούθησαν έως εκεί και ένας στραβός που τον έσερνεν ο σκύλος του και δύο σακάτηδες με τα δεκανίκια. Την συνόδεψαν και γίδες, αρνιά, κότες, χήνες, πάπιες, γάλοι και πετεινοί, γιατί άνθρωποι και ζώα όλοι την αγαπούσαν και τους ελυπούσεν ο χωρισμός.
Όσον καιρόν έβλεπεν από μακριά το αποχαιρέτημα με το μαντήλι των δύο γερόντων επροσπαθούσεν η Μηλιά να κάμει θάρρος· όταν όμως έπαυσε να το βλέπει κι εκείνο, αισθάνθηκε πρώτη φορά ότι ήτο μονάχη εις τον κόσμο· την επήρε το παράπονο και άρχισαν πάλι τα μάτια της να τρέχουν. Επερπάτησεν όλην την ημέρα χωρίς να σταθεί ούτε την πίττα της να δαγκάσει. Ο πόνος τής καρδιάς γεμιζει ωσάν ψωμί το αδειανό στομάχι των δυστυχισμένων.
Αφού επερπάτησε δέκα όλες ώρες, εκάθισεν από κάτω από μίαν καστανιά ν΄ αναπαυθεί. Ακόμη όμως δεν είχε καλοκαθήσει, και την ετρόμαξαν δύο τουφεκιές και το γάβγισμα βραχνού σκύλου. Εγύρισε να ιδεί τι τρέχει και είδεν ένα σύννεφο πουλιά που έφευγαν φοβισμένα.
— Ελάτε κοντά μου, εφώναζεν, ελάτε γρήγορα να κρυβήτε σ΄ αυτήν τη λόχμη. Μη φοβάσθε, θα σας γλυτώσω, αν δεν με σκοτώσει κι εμένα ο κυνηγός, αν δεν με φάγει ο σκύλος.
Τα πουλιά εγνώρισαν τη φωνή της, εσυνάχθησαν τριγύρω της και εβιάσθησαν να τρυπώσουν αποκάτω από τα χαμόκλαδα, στρυμωμένα το ένα κοντά εις το άλλο, και άκουεν η Μηλιά τις εκατόν καρδούλες των να κτυπούν τακ-τακ σαν τα ρολόγια εις το αργαστήρι του ρολογά.
Εκείνην την στιγμή επρόβαλε και ο κυνηγός μαζί με το σκύλο του, φοβερό ζώο με κίτρινη τρίχα, με δόντια μυτερά και μάτια κόκκινα που έλαμπαν σαν ανθρακιά.
— Κορίτσι μου, την αρώτησε, μην είδες να περάσουν απ΄ εδώ πουλιά ή άλλο κυνήγι; Από το πρωί τρέχω και δεν εσκότωσα ακόμη τίποτε. Θα σε δώσω αυτό το αργυρό δίφραγκο, αν μου δείξεις τον καλό δρόμο.
Ενώ μιλούσεν ο κυνηγός, εξακολουθούσεν ο σκύλος να γαβγίζει και η καρδιά των πουλιών να κτυπά πιο δυνατά, και το κόκκινο βασίλεμα του ηλίου έκαμνε το αργυρό νόμισμα να λάμπει σαν να ήταν χρυσό.
— Καλά έκαμες να μ΄ αρωτήσεις, αποκρίθηκεν η Μηλιά. Μια στιγμή πριν έλθεις, είδα ένα κοπάδι πέρδικες που επετούσαν κατά το βοριά, δυο λαγούς που έτρεχαν αντικρυνά, ένα ζαρκάδι που έφευγε κατά την ανατολή και ένα ζευγάρι φαζάνια κατά τη δύσι. Έχεις λοιπόν να διαλέξεις, μόνο δεν έχεις καιρό να χάσεις, αν θέλεις να φθάσεις.
Ο κυνηγός της έδωκε το δίφραγκο και εκινήθηκε προς την ανατολή, ο σκύλος όμως δεν ήθελε να φύγει· επεισμάτωσε να μυρίζεται τα κλαδιά, ν΄ αλυχτά και να δείχνει τα φοβερά του δόντια. Εσυλλογίστηκε τότες η Μηλιά να του δώσει την πίττα της για να ησυχάσει· του έδωκε και ο αφέντης του μια κλωτσιά και τότε μόνον απεφάσισε το κακό ζώο να τον ακολουθήσει, όχι όμως ευχαριστημένο, αλλ΄ εξακολουθώντας το γάβγισμα, ωσάν να έλεγεν εις τον κυνηγό, πως είναι εντροπή να τον γελούν κοτζάμου άνθρωπο τα κορίτσια.
Όταν εχάθη μακριά εις το δάσος ο κυνηγός και έπαυσε να ακούεται η φωνή του σκύλου, εβγήκαν από την κρύφτη τους τα πουλιά και δεν ήξευραν τι να κάμουν για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους εις την Μηλιά. Εκάθιζαν επάνω εις τον ώμο της, εκελαηδούσαν εις τ΄ αυτί της ευχαριστώ, την αέριζαν με τα πτερά των και της εφιλοτσιμπούσαν τα χέρια, τα χείλια, τα μάγουλα και το λαιμό της. Οι σπίνοι και οι πυρρουλάδες αποσπάσθηκαν να πάγουν να της φέρουν κεράσια, ζίζυφα, βατόμουρα και φραγκοστάφυλα να δειπνήσει, ενώ τα σπουργίτια και οι πετρίτες της ετοίμαζαν μαλακό στρώμα από καστανόφυλλα, μέντα και λεβάντες να κοιμηθεί. Αφού έκαμε την προσευχή της και απλώθηκεν εις το μυρωδάτο εκείνο κλινάρι, την εσκέπασαν με φτέρη για να μη κρυώσει κι εκούρνιασαν κι εκείνα εις τα περίγυρα δέντρα να την φυλάγουν.
Το πρωί την εξύπνησε το εγερτήριο του κορυδαλλού και ήλθαν να την καλησπερίσουν και τ΄ άλλα πουλιά. Αφού ετελείωσε το γενικό τραγούδι, έλαβε το λόγο (συμπάθειο για την ελληνικούρα) ο γλυκόλαλος ρήτορας, το αηδόνι, και της είπε τα ακόλουθα, εις την γλώσσαν των πουλιών, που ένοιωθε καλά και κάπως ωμιλούσεν η Μηλιά.
— Μας είπες χθες πως πηγαίνεις εις την πρωτεύουσα να κυνηγήσεις την τύχη, και σήμερις το πρωί εμάθαμεν από μίαν κίσσαν, ότι παρουσιάζεται μία ευκαιρία μοναδική να την πιάσεις από τα γένεια. Ο βασιλιάς, αφού εχήρεψε πρόπερσι, εβαρέθηκε τα μεγαλεία, τις δόξες, τα πλούτη και όσα άλλα του ζηλεύει ο κόσμος. Τόση είναι η πλήξη και η μελαγχολία του, όπου κατήντησε να υποσχεθεί το μισό του Βασίλειο εις εκείνον όπου κατορθώσει να τον κάμει να περάσει μία μόνη ώρα χωρίς χασμήματα ή αναστεναγμούς. Πολλοί ήλθαν από όλα τα μέρη να δοκιμάσουν. Η δοκιμή γίνεται απόψε, και ως εις την πρωτεύουσα είναι μόνο πέντε ώρες δρόμος. Σήκω λοιπόν, Μηλιά, και συγυρίσου να πας εις το παλάτι να κερδίσεις το βραβείο. Θα σε συνοδέψω με μερικά άλλα πουλιά και θα σε λέγω εις το αυτί τι πρέπει να κάμεις.
— Πουλιά μου αγαπημένα, αποκρίθηκεν η Μηλιά, έχετε καλή καρδιά, όχι όμως και πολλή γνώσι. Μού παραγγέλνετε να συγυρισθώ χωρίς να συλλογισθείτε πως μόνον σάς εφρόντισεν ο Θεός να στολίσει τα πλουμιστά φτερά. Εγώ δεν έχω να βάλω παρά αυτό το παλιοφούστανο που φορώ. Με αυτό θέλετε να πάγω να με καμαρώσει η αυλή και ο βασιλιάς;
— Δεν είναι τα πουλιά τόσον ανόητα, όσο τα πιστεύει ο κόσμος, απήντησε το αηδόνι. Δεν θα σου έλεγα να στολιστείς, αν δεν είχαμε φροντίσει να ετοιμάσομε τα στολίδια. Έχομε φιλία με μεταξοσκούληκα και τα εβάλαμεν να δουλεύουν όλην την νύκτα για να σου κάμουν αυτό το φόρεμα όπου δεν έχει δεύτερο στην οικουμένη.
Έφεραν τότες ένα φουστάνι από μονοκόμματο άσπρο ατλάζι, που είχε επάνω κεντημένα την άνοιξι με όλα της τα λουλούδια και τον ουρανό με όλα του τ΄ αστέρια.
— Εγώ, είπεν ο μελισσουργός, έτρεχα όλην την νύκτα να σου εύρω αυτό το άσπρο τριαντάφυλλο να βάλεις εις τα μαλλιά σου.
— Και εγώ, είπεν η πυρραλίδα, εσύναξα σταλαγματιές δρόσο και σου έκαμα περιδέραιο, που λάμπει περισσότερο από τα διαμάντια.
— Και εγώ, είπεν η σουσουράδα, σου φέρνω αυτό το ριπίδι, όπου έδωκε το κάθε πουλί το ωραιότερό του φτερό για να γίνει.
Αφού εφόρεσε τα μοναδικά της στολίδια, εφάνηκεν η Μηλιά τόσον ωραία που άρχισαν να υμνολογούν την περίσσεια χάρι της όλα μαζί τα πουλιά. Μόνον εκείνη εξακολουθούσε να είναι ανήσυχη και συλλογισμένη.
— Τι θα γίνω, είπεν, όταν μου μιλήσει ο βασιλιάς και καταλάβει από τα πρώτα μου λόγια ότι είμαι μια χωριάτισσα του βουνού που δεν ξέρει τίποτε από τον κόσμο;
— Μη σε νοιάζει, αποκρίθηκε το αηδόνι. Αυτή η φιλενάδα μου η κουρούνα, που βλέπεις κοντά μου, φωλιάζει από εκατόν είκοσι χρόνια εις την στέγη του παλατιού και ξεύρει όλα του τα φανερά και τα μυστικά. Την έφερα επίτηδες για να σε κατηχήσει. Σε μια ώρα θα σε μάθει όσα φθάνουν για να διδάξεις τον βασιλιά τα γονικά του.
Με το δίφραγκο του κυνηγού ενοίκιασεν η Μηλιά το βράδυ ένα κομψό αμάξι και σωστά εις τας εννιά το βράδυ επαρουσιάσθηκεν εις την μεγάλη σάλα του παλατιού. Η εντύπωσι που έκαμεν η ομορφιά του προσώπου της και η λάμψη του φουστανιού της ήτο τόση, όπου όλες οι άβαφες γυναίκες εκιτρίνισαν από την ζούλεια, και από εκείνην την βραδυά εφανερώθηκε ποιες πασαλείβονται και ποιες όχι.
Ο βασιλιάς κατέβηκεν από το θρόνο του και ήλθε να την προϋπαντήσει, πράγμα όπου δεν έκαμεν άλλη φορά, παρά μόνον εις την επίσκεψι της αυτοκρατόρισσας του Λεβάντε. Χωρίς να φροντίζει για την εθιμοταξία, την επήρεν από το χέρι και την έβαλε να καθίσει σιμά του, ερωτώντας από ποιο βασίλειον έρχεται, ή αν είναι ουρανοκατέβατη, γιατί δεν πιστεύει πως ημπορεί η γης να γεννήσει γυναίκα τόσον ωραία.
Η Μηλιά εκοκκίνισε και του αποκρίθηκε με πολλή σεμνότητα και χάρι ότι είναι μια ταπεινή χωριάτισσα και ήλθε ν΄ αγωνισθεί με τους άλλους για το βραβείο.
— Πρέπει να ξεύρεις, της είπεν ο βασιλιάς, πως τόσον πολύ εχόρτασα και αηδίασα κάθε διασκέδασι και ξεφάντωμα, που τίποτες πλέον δεν μ΄ ευχαριστεί. Έχω ολόκληρα χρόνια να γελάσω. Όλα μου φαίνονται ανούσια, ανάλατα, νερόβραστα και βαρετά. Και αυτή σου η ωραιότης εθάμπωσε τα μάτια μου χωρίς να γιατρέψει της ψυχής μου την κούρασι και πλήξι. Εύχομαι να φανεί η διασκεδαστική σου τέχνη, όσον και η ομορφιά σου μεγάλη.
Και αφού είπεν αυτά επρόσταξεν ν΄ αρχίσει ο αγώνας.
Τα λόγια του ετρόμαξαν την Μηλιάν, που δεν ήξευρε πώς θα κατώρθωνε να κάμει να γελάσει τον αγέλαστο εκείνο βασιλιά. Θα έχανε το θάρρος της, αν δεν ήρχετο εκείνην την στιγμήν το αηδόνι να κελαηδήσει εις το αυτί της : «Μη σε μέλει, τα πουλιά τα ετοίμασαν όλα».
Ο πρώτος αγωνιστής που επαρουσιάσθηκεν ήταν ένας περίφημος φραγκομερίτης μπεχλιβάνης ή, καθώς τους λέγουν οι λογιώτατοι, λαθροχειριστής, τόσον επιτήδειος, που τον έπαιρναν πολλοί για μάγο και αναγκάσθηκε να φύγει απ΄ τον τόπον του, όπου εσυνήθιζαν τότες να καίουν τους μάγους. Αυτός εμάντεψε το χαρτί, άσο πίκα, όπου είχε βάλει ο βασιλιάς εις το νου του, ετηγάνισεν αυγά μέσα εις το καπέλο του αυλάρχη και έστειλε την ξανθή περρούκα της Μεγάλης Κυρίας να σκεπάσει του ιπποκόμου τη φαλάκρα. Έπειτα κατώρθωσε να βγάλει από τη μύτη του υπουργού της δικαιοσύνης ένα σχοινί της φούρκας και από την τσέπη του στρατάρχη ένα δειλό λαγουδάκι. Όλα επήγαιναν καλά, μόνον ο βασιλιάς δεν είχεν ακόμα γελάσει. Με την ελπίδα να επιτύχει και τούτο, εσκαρφίσθηκε να λαθροχειρίσει το βασιλικό στέμμα και να στεφανώσει με αυτό μια κεφαλή αγριοχοίρου, που ήταν στημένη εις το μέσο του τραπεζιού του δείπνου. Ο βασιλιάς όμως δεν ήταν, καθώς φαίνεται, ευδιάθετος. Αντί να γελάσει ευρήκεν άνοστο το χωρατόν, κι επρόσταξε να διώξουν τον χωρατατζή μ΄ ένα καλό λάχτισμα εις το μέρος του υποκειμένου του που είναι παρακάτω από τη ράχη.
Ο δεύτερος αγωνιστής ήταν ένας σοβαρός ασπρογένης φιλόσοφος από τα μέρη της Ολλάνδας. Αυτός είχε φέρει μαζί του μια παράξενη μηχανή, με ένα είδος υαλίτικο καζάνι απ΄ επάνω. Το άνοιξε και έρριψε μέσα κάρβουνο κοπανιστό, μια κουταλιά αδιάργυρο, μια φούχτα αλογόπετρα, ένα κλαδί δενδρολίβανο και ένα βώλο νισαντήρι. Τα ανακάτεψε με μια χρυσή κουτάλα και αμέσως εζεστάθηκαν, εκόρωσαν, εφλογοβόλησαν, έπειτα εκρύωσαν, εκρουστάλλιασαν, και ευρέθη το καζάνι γεμάτο διαμάντια μεγάλα σαν τ΄ αυγά της περιστεράς. Όλοι οι αυλικοί έμεναν εκστατικοί και όλες οι κυρίες άπλωναν το χέρι για να λάβουν από ένα από τα διαμάντια που άρχισεν ο σοφός της Ολλάνδας να μοιράζει. Ο βασιλιάς όμως εθύμωσε και πάλι, επρόσταξεν εις τις κυρίες να δώσουν οπίσω όσα είχαν λάβει και είπε με οργή εις το χημικό : «Δεν εσυλλογίσθηκες, ζευζέκη, πως άμα γίνουν τα διαμάντια κοινά σαν τα χαλίκια, θα χάσουν όλη τους την αξία τα δικά μου, που είναι τα πρώτα του κόσμου και, αν λάχει και χρειαστώ χρήματα, μπορώ να τα πουλήσω όσο θέλω; Φύγε απ΄ εδώ, και αν ξανακάμεις άλλη φορά διαμάντια, θα σου σπάσω μαζί με τη μηχανή και το κεφάλι».
Ο τρίτος ήταν ο πρώτος επιστήμονας ενός καινούργιου κόσμου, που είχεν ανακαλύψει ένας κάποιος Κολόμπος, πέρα από το μεγάλο νερομάζωμα, που το λέγουν Ατλαντικό. Αυτός ο νεοκοσμίτης είχε καταφέρει ύστερα από πολλές μελέτες και δοκιμές, να κλείσει τις ηλιακές αχτίδες μέσα εις μπουκαλάκια, που μοιάζανε μικρά αχλάδια, τόσον όμως φωτερά που ο βασιλιάς και όλοι οι αυλικοί εθαμπώθηκαν και ανοιγόκλειαν τα μάτια, ωσάν νυχτερίδες που επλάκωσεν ο πρωινός ήλιος, πριν προφθάσουν να χωθούν εις τη σπηλιά τους. Αφού εμισοστράβωσε τον κόσμο άρχισεν ο επιστήμονας να εξηγεί πως αυτά τ΄ αχτινοβόλα αχλάδια είναι νέο σύστημα φωτισμού, και με το μισό έξοδο θα δίδουν φως δεκαπλάσιο από το λάδι, που θα ξεπέσει τότες η τιμή του εις το δέκατο, αφού δε θα χρησιμεύει πλιά παρά μόνο για το τηγάνισμα και τη σαλάτα.
— Δεν ξεύρεις, αχρείε, τον διέκοψεν ο βασιλιάς κίτρινος από την οργή, πως τα κτήματα του βασιλείου μου, τα δικά μου και του λαού μου, είναι όλα ελαιώνες, και έρχεσαι να μας ξεπέσεις την τιμή του λαδιού! Γκρεμίσου να μη σε βλέπω, και αν αύριο ευρεθείς ακόμη εις τα κράτη μου, θα σ΄ αλείψω με λάδι και θα σε κάψω ζωντανό.
Ήταν τώρα η σειρά της Μηλιάς και έτρεμεν όλη, βλέποντας πόσον αγριωμένος ήταν ο βασιλιάς. Της εκελάδησεν όμως πάλιν το αηδόνι κάτι που της έδωκεν θάρρος. Ολωνών τα μάτια ήτανε καρφωμένα απάνω της και η σιωπή τόσο τέλεια, που θ΄ άκουε κανένας μυίγαν να πετά ή χόρτο να φυτρώνει.
Η Μηλιά έδωκε τότε διαταγή ν΄ ανοίξουν τα είκοσι παράθυρα της σάλας. Και αμέσως επέταξαν μέσα μικρόπουλα κάθε λογής και είδους, κίτρινοι μελισσουργοί, κόκκινοι πυρρουλάδες, αργυρά ψαροπούλια, μαύροι κότσυφοι, πλουμιστές κίχλες, παρδαλές καρδερίνες, σπίνοι, φρεντζούνια, σεισούρες, ποταμίδες, καλογρίτσες, μαλαθρίτσες, κορυδαλλοί, ασπρόκωλοι, τρυποκάρυδα και κεφαλάδες. Αφού εφτερούγιασαν ένα δυο λεπτά, εδώ κ΄ εκεί γύρω εις τις λάμπες και τους πολυελαίους, σαν τρελλά πουλιά που ήταν, έκαμαν έπειτα ένα μεγάλο κύκλο. Το αηδόνι εστάθη εις το κέντρο κτυπώντας σαν αρχιμουσικός με τις φτερούγες του το ρυθμό, και ακούστηκε τότε μια πρωτάκουστη συμφωνία τόσο γλυκειά που θα έλεγες πως την είχε συνθέσει η μελοποιήτρια της Παράδεισος Αγία Καικιλία. Από όλα τα κομμάτια άρεσε περισσότερο μια λιγυρή τετραφωνία σπίνων, που έκαμεν όλους να δακρύσουν, και το κωμικό τραγούδι της κίσσας, το τόσο πηδηκτούλικο και ζωηρά τονισμένο, που όλοι οι αυλικοί άρχισαν να σειούνται και να κινούν τα πόδια σαν αν είχαν γεμίσει οι κάλτσες των μερμήγκια.
Είκοσι ζευγάρια καναρίνια άρχισαν τότε να χορεύουν ένα έχτακτο και πρωτοφανίστικο βαλς. Με τη μια φτερούγα εκρατούντο τα δυο πουλιά αγκαλιασμένα και επετούσαν με την άλλην. Τα ζευγάρια εγύριζαν ωσάν άνεμες και έκαμαν δέκα φορές το γύρο της σάλας. Έπειτα εχόρευσαν κατά γης περπατητά μια νόστιμη καδρίλια οι τσαλαπετεινοί και ακόμη καλλίτερα επέτυχε το κοτιλλιόν με όλα του τα παιχνίδια. Εις αυτό έκαμαν όλους να ξεκαρδισθούν τα νάζια μιας ακατάδεκτης καρδερίνας, που της επαρουσίασαν δέκα κατά σειράν χορευτάδες και δεν της άρεσε κανέναςּ τους εκύτταζε με περιφρόνησι κι έλεγεν όχι με το κεφάλι. Ο ενδέκατος έτυχε να της αρέσειּ για να του το αποδείξει του έδωκε μια μυίγα που είχε πιάσει. Την έχαψεν εκείνος και έπειτα αγκάλιασε τη χορεύτριά του και άρχισαν να γυρνούν με χάρι και τέχνη μοναδική.
Δεν θα ετελείωνα ποτέ αν ήθελα να τα πω όλα. Η διασκέδασι έκλεισε με μια βροχήν από σπάνια λουλούδια, που είχαν φέρει τα χελιδόνια από τα ξένα μέρη. Το σπανιώτερο απ΄ όλα ήταν ένας γαλάζιος λωτός του επάνω Νείλου, που επρόσφερεν η Μηλιά εις τον βασιλιά.
Εκείνος ήτανε τώρα όλος ζωή και χαρά. Το αίμα ανέβηκε να βάψει τη χλωμή του όψι και τα μάτια έρριχναν σπίθες. Χωρίς να συλλογισθή ούτε το μεγαλείο ούτε τους προγόνους του, ούτε τι θα έλεγαν οι γύρω του πριγκίποι, δούκες, στρατάρχες, υπουργοί και δεσποτάδες, έσκυψε και εφίλησε την Μηλιά εις το μέτωπο, τα δυο μάγουλα και το σιαγόνι. Το σταυροφίλημα εκείνο, καθώς το έλεγαν, ισοδυναμούσε τότε εις την Μεγάλη Ελλάδα με επίσημον αρραβώνα. Δεν ημπορώ να είπω αν άρεσεν ο αρραβώνας εκείνος εις όλους τους αυλικούς ή μίαν τουλάχιστον αυλικήν. Όλοι όμως ηναγκάσθησαν θέλοντας και μη θέλοντας να φωνάζουν: Ζήτω η βασίλισσά μας! Το ίδιο εφώναξαν εις την γλώσσαν τους και όλα τα πουλιά, και βλέποντας ότι έκλαιεν η Μηλιά ενώ την αποχαιρετούσαν, της έδωκαν την υπόσχεσι να την βλέπουν συχνά.
Οι γάμοι έγιναν την επομένην εβδομάδα με περισσή μεγαλοπρέπεια και πομπή. Εις αυτούς ήσαν καλεσμένοι και οι θετοί γονιοί της Μηλιάς, ο γέρος και η γριά, που τους έκαμνε να φαίνονται δέκα χρόνια νεώτεροι η χαρά.
Ο βασιλιάς, για να τους έχει κοντά της η αγαπημένη του γυναίκα, εζήτησε να τους εύρει καμμιά δημόσια θέσι εις την πρωτεύουσά του. Βλέποντας πόσον ήτο η γριά φρόνιμη, οικονόμα, νοικοκυρά, λιγόφαγη και εις όλα τακτική την έκανεν υπουργίναν επί των οικονομικών. Ο γέρος όμως ήταν πλέον δυσκολοβόλευτος. Δεν ήξευρεν ο άνθρωπος ούτε να γράφει ούτε να διαβάζει. Ο βασιλιάς επονοκεφαλούσε να εύρη πώς ήτο δυνατόν να τον οικονομήσει, όταν έτυχε ν΄ αποθάνει ο επί της δημοσίας εκπαιδεύσεως υπουργός. Μη έχοντας πρόχειρον καμμίαν άλλην, έδωκεν εις τον γέρον την θέσιν του μακαρίτη, και από τότες εγεννήθη και σώζεται ακόμη εις πολλά μέρη η συνήθεια να δίδεται εις τον πλέον αγράμματον το υπουργείον της παιδείας.-
...................................
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (28 Ιουνίου 1836, Ερμούπολη - 7 Ιανουαρίου 1904, Αθήνα) ήταν σημαντικός λογοτέχνης, δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος και μεταφραστής. Ο ίδιος ο Ροΐδης σημειώνει για το διήγημά του αυτό : «Αυτό το παραμύθι ήκουσα πολλάκις κατά τους παιδικούς μου χρόνους εις την Ιταλίαν, την ουσίαν και όχι τα επεισόδια. Τα έγραψα χωρίς την παραμικράν αξίωσιν ή καν πρόθεσιν ακριβούς ψυχαρισμού». Πρώτη δημοσίευση : «Ακρόπολις Χριστουγεννιάτικη», 1895. Υπάρχει στο βιβλίο «Το ελληνικό φανταστικό διήγημα», Τόμος Δ΄, Αίολος 1997, σελίδες 147-153.
Στην παρουσίασή διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου, με εξαίρεση το μονοτονικό και την υποτακτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου