Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

Οι Κινέζοι,όπως ιστορεί ένας παλιός ταξιδευτής


Η ζωή τους και οι συνήθειές τους
 του Φώτη Κόντογλου*

Τούτον τον καιρό γίνηκε πάλι άνω κάτω ο κόσμος με τους Κινέζους και ξαναθυμήθηκα τα χρόνια που έζησα στην Κίνα. Τότες που ήτανε ήμεροι οι Κινέζοι (όλος ο κόσμος ήτανε πιο ήμερος εκείνον τον καιρό). Το λοιπόν οι Κινέζοι είναι κανωμένοι γα να κάνουνε εμπόριο σαν κι εμάς τους Έλληνες, πλην μας περνάνε και στην πονηριά και στην υπομονή. Έχουνε τέτοια υπομονή, που δεν πιστεύω να την έχουνε άλλο άνθρωποι στον κόσμο. Άμα βάλει στο νου του ένα πράγμα ο Κινέζος θα το κάνει κι ας μη γίνεται. 

Όσο για το εμπόριο, οι Κινέζοι επιδίνουνται σ’ αυτό και χαίρουνται στο πάρε- δώσε από την κοιλιά της μάνας τους. Εγώ όσα χρόνια έζησα στην Κίνα δεν πέρασε κάποια μέρα που να μην μάθω κάποια καινούρια μηχανή. Τόσες χιλιάδες είναι οι βόλτες που παίρνει το πονηρό μυαλό τους, που απορεί άνθρωπος – για να τις καταγράψεις θέλεις βιβλίο ολάκερο. Εμείς οι γραικοί μονάχα στην Κίνα βρίσκουμε τον μάστορή μας. Κείνον τον καιρό που ήμουνα σ αυτόν τον τόπο είχανε ένα σωρό μονέδες, μέχρι ένα κάρτο της πεντάρας. Όποιος δεν έχει λεφτά, με μια φόλα που χει μια τρύπα στη μέση, για να τις κάνουνε αρμαθιές, μπορεί να αγοράσει ένα χωνί κολοκυθόσπορους, καμιά δεκαριά κουκιά ψημένα, μια φέτα μήλο, ένα καρύδι, μισό πορτοκάλι, να πιει ένα φλυτζάνι τσάι, είτε να φουμάρει μια μπουκιά καπνό ή ν’ αγοράσει μια καρφίτσα ή μια πρέζα ταμπάκο κλπ.
Οι Κινέζοι περιεργάζουνται το κάθε πράγμα με μεγάλη προσοχή. Το μάτι τους τα τρυπά όλα. Μια φορά άκουσα να λένε, πως είναι σιτάρια που δένουνε ανθό τη νύχτα κι άλλα που κάνουνε ανθό τη μέρα και πως αναλόγως το σιτάρι πρέπει να γίνει το σπάρσιμο για να ναι καλή η σοδειά. Εγώ πρώτη φορά άκουγα τέτοιο πράγμα, μα σα γύρισα στον τόπο μου και ρώτησα κάποιους ζευγάδες, μου είπανε πως κι εκείνοι δεν γνωρίζανε ένα τέτοιο πράγμα κι ούτε το ‘χανε ακούσει από τους πατεράδες τους.
Και για το ρύζι ξέρουνε πολλά, που απορεί ο νούς σου, και λένε πως όσα ξέρουνε τα χανε βρει οι βασιλιάδες τους που είχανε κάθε σοφία. Τον καιρό που βασίλευε ο αυτοκράτορας Νιαν-Τι, ο κόσμος από τη δυστυχία αφήσανε τα σπίτια τους και πήρανε τ’ άγρια βουνά και για να μην πεθάνουνε από την πείνα τρώγανε τα ποντίκια και τα χελιδόνια, απάνω στ’ άγρια βουνά, που δεν είχε πατήσει άνθρωπος ποτές. Για τούτο το χειμώνα δε φαίνουνται χελιδόνια πουθενά, ούτε στα ζεστά τα μέρη.
Να σας πω και κάτι να γελάσετε … Σε πολλά μέρη της Κίνας ταξιδεύαμε με γαϊδούρια και μουλάρια. Τα βράδια κονεύαμε στα χάνια που βρίσκαμε στο δρόμο. Μα δε μπορούσα να κοιμηθώ από τα γκαρίσματα των γαϊδάρων όλη τη νύχτα. Οι Κινέζοι κοιμώντανε σα να μην πετούσε μύγα, τέτοια νεύρα έχουνε, ο κόσμος να χαλάσει. Εγώ από την αγρύπνια δεν μπορούσα να ξυπνήσω το πρωί. Σαν είδα κι απόειδα ένα βράδυ το είπα στον αγωγιάτη και μου λέει : «Δε μου το ’λεγες πρωτύτερα»; Την άλλη μέρα ξύπνησα χορτάτος από ύπνο κι’ απορούσα. Μου λέγει ο αγωγιάτης : «Είδες πως δεν γκαρίξανε καθόλου οι γαϊδάροι»; «Ναι του λέγω, απορώ πως πάψανε». Κατεβήκαμε στην αυλή κι είδαμε τρεις τέσσερις γαϊδάρους κι είχανε οι κακόμοιροι κρεμασμένη στην ουρά από μια μεγάλη πέτρα και καθόντανε ήσυχοι με τα αυτιά κατεβασμένα. «Έχεις δει μου λέγει ο αγωγιάτης, πως όποτε θέλει να γκαρίξει ο γάϊδαρος τεντώνει την ουρά του και τη βαστά ίσια ώσπου να τελειώσει το γκάρισμα; Δέσε λοιπόν μια πέτρα στη ουρά του να μην μπορεί να τη σηκώνει και θα βουβαθεί». Σαν λύσανε τις πέτρες, μονομιάς οι γάϊδαροι σηκώσανε τις ουρές τους και τ’ αυτιά τους και πιάσανε και γκαρίζανε ως ένα κουάρτο της ώρας σα να θέλανε να βγάλουνε το χασομέρι.
Να σας πως κι ένα άλλο περίεργο που έμαθα στη Κίνα … Μια μέρα περπατούσα μ’ έναν Κεφαλλονίτη και συναντήσαμε ένα Κινεζόπουλο που έβοσκε ένα βουβάλι και πως μας ήρθε και το ρωτήσαμε αν είναι μεσημέρι. Μας είπε πως ο ήλιος είναι κάτω από τα σύννεφα και δεν ξέρει, μα έφυγε και σε λίγο γύρισε με μια γάτα κάτω από τη μασχάλη και μας λέγει : «Ακόμη δεν είναι μεσημέρι». Εμείς απορήσαμε, μα σα γυρίσαμε στο χωριό το είπαμε στον Κινέζο, που μέναμε στο σπίτι του κι εκείνος απόρεσε, που δεν ξέραμε αυτό το γατορόλογο. «Το μαυράδι του ματιού της, μας είπε, στενεύει όσο σιμώνει η ώρα του μεσημεριού. Μεσημέρι απούντο (ακριβώς) στενεύει και γίνεται σα μια τρίχα όρθια στη μέση του ματιού. Ύστερα από το μεσημέρι αρχίζει σιγά σιγάν να φαρδαίνει».
Όπως είπαμε η υπομονή τους δεν είναι υπομονή που μπορεί να την έχει άνθρωπος ζωντανός. Για να πάρεις μιαν ιδέα θα σου μιλήσω για κάτι τρύπες, που τις λένε «γιεν τσινγκ» δηλαδή πηγάδια τ’ αλατιού, απ΄ όπου βγάζουνε ένα αλάτι που είναι τόσο αρμυρό, που δεν μπορείς να το βάλεις στο στόμα σου. Για να ανοίξουνε αυτά τα πηγάδια πρέπει να τρυπήσουνε το βράχο. Γι αυτή τη δουλειά δε βάζουνε μίνες και καψούλια. Αλλά χώνουνε ένα σωληνάρι από ξύλο, τριγυρισμένο από μια πέτρα που ‘χει μια τρύπα δυο τρεις πιθαμές φάρδος. Ύστερα βάζουνε μέσα σ’ αυτό το σωληνάρι μια ατσαλένια μπίλια με δόντια, που ζυγιάζει ως εκατόν πενήντα οκάδες. Αυτή η μπίλια είναι από κάτω στρογγυλή και δεμένη μ’ ένα γερό λουρί. Ένας άνθρωπος χεροδύναμος ανεβαίνει απάνω σε μια ξυλοδεσιά και χορεύει πατώντας απάνω σ ένα σκαντάλι, που μια σηκώνει τη μπίλια και μια την αφήνει να πέσει. Κάθε τόσο ρίχνουνε δυο τρεις κουβάδες νερό για να λιώνει ο βράχος και να γίνεται αλοιφή. Το μεσημέρι αλλάζουνε βάρδια και πιάνει άλλος δουλειά ως το βράδυ. Τη νύχτα πιάνουνε δουλειά άλλοι δυο νοματέοι, που τραβάνε τη μπίλια και την καθαρίζουν από τη λάσπη. Αυτές οι τρύπες που ανοίγουνε με αυτό το σύστημα ένιαι ίσες με το ράμα (ολόισιες) από πάνω ως κάτω και γυαλιστερές σαν το γυαλί. Το νερό που βγάζουνε από αυτά τα πηγάδια βγάζει μια οκά αλάτι σε τέσσερις πέντε οκάδες νερό.
Είναι και πηγάδια που τα λένε «Χο Τσιγκ» και δε βγάζουνε αλάτι αλλά φωτιά. Σ αυτά βάζουνε ένα σωληνάρι από μπαμπού καλά σφηνωμένο και μ’ αυτό πάνε τη φωτιά όπου θέλουνε. Τ’ ανάβουνε μ’ ένα δαυλό και καίγει μέρα νύχτα. Τα παράξενο είναι ότι το μπαμπού δεν καίγεται. Βγάζει μια μαβιά φλόγα. Κατά τα φαινόμενα από αυτά τα πηγάδια βγαίνει κάποιο αέριο επειδή βρίσκεται πολύ πετροκάρβουνο μέσα στη γή. Βγάζει έναν μαύρο και πηχτό καπνό. Σ όσα πηγάδια βγάζουνε κάρβουνο κατεβαίνουνε οι μιναδόροι με σκάλες από μπαμπού. Κι επειδής ο αγέρας μέσα σε αυτές τις γαλαρίες παίρνει φωτιά δε μπορούνε να ανάψουνε φανάρια και δουλεύουνε στα στραβά, πασπατευτά. Το πολύ πολύ βάζουνε σ’ ένα τσουκάλι ψιλά ροκανίδια και ρετσίνα και τ’ ανάβουνε και κάτι ξεχωρίζει μέσα στη γαλαρία, επειδής αυτό το μίγμα δε βγάζει φλόγα. Τις πιο πολλές φορές στον πάτο του πηγαδιού που βγάζει το αλατόνερο βρίσκουνε ένα λάδι, που μυρίζει βαριά και πλεύει απάνω στο νερό. Κατά τα φαινόμενα αυτό το λάδι είναι πετρόλαδο. Ο πάτος του πηγαδιού φτάνει σε τρακόσα μέτρα βάθος κι ακόμη περισσότερο. Σ αυτά τα πηγάδια και στις μίνες του πετροκάρβουνου δουλεύουνε χιλιάδες κόσμος. Όπου είναι άμμος σκάβουνε οι φτωχοί μια τρύπα πεντέξη πιθαμές για να πυρωθούνε το χειμώνα και κάθονται ολόγυρα σα να χουνε στη μέση κανένα μαγκάλι. Σα θέλουνε να σβήσουνε τη φωτιά γεμίζουνε την τρύπα με άμμο και φεύγουνε.
Απ' αυτά που σου ιστόρησα μπορείς να καταλάβεις τι υπομονή και τι πείσμα έχουνε οι Κινέζοι. Για να ανοίξουνε ένα τέτοιο πηγάδι δουλεύουνε τρία χρόνια μέρα νύχτα. Τον καιρό δεν το λογαριάζουνε ποτές. Ό,τι είναι η καμήλα ανάμεσα στα ζωντανά το ίδιο είναι κι οι Κινέζοι ανάμεσα στους ανθρώπους.
........................
* Ο Φώτης Κόντογλου, το πραγματικό του επώνυμο είναι Αποστολέλης [Κυδωνίες (Αϊβαλί) Μικράς Ασίας, 8 Νοεμβρίου 1895 - Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965] ήταν λογοτέχνης και  ζωγράφος.  Αναζήτησε  την ελληνικότητά,  δηλαδή την αυθεντική της έκφραση, μέσα από την επιστροφή στις ρίζες, στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ’30». Το ενδιαφέρον άρθρο του δημοσιεύθηκε στην καθημερινή εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ το 1951

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου