Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΜΗΤΕΡΑΣ
Παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, από τα λιγότερο γνωστά, που εκδόθηκε το Δεκέμβριο του 1847. Αναφέρεται, ο δανός συγγραφέας, στον αγώνα της μάνας που υφίσταται αδιαμαρτύρητα τα πάντα, αρκεί να προφτάσει το Χάρο που άρπαξε το άρρωστο παιδί της. Η «Ιστορία μιας μητέρας» ("Historien om en moder"), εκφράζει μοναδικά την χωρίς όρια αγάπη της μάνας, που θέλει να δει το παιδί της ευτυχισμένο. Είναι από τα πιο όμορφα παραμύθια που έχουν γραφτεί για την μητρική αγάπη!
Μια μητέρα έκατσε δίπλα στο μικρό της παιδάκι. Ήταν πολύ θλιμμένη, επειδή φοβόταν ότι εκείνο θα πέθαινε. Ήταν αρκετά χλωμό και τα μικρά ματάκια του ήταν κλειστά και μερικές φορές έπαιρνε μια βαθιά αναπνοή, σχεδόν σαν αναστεναγμός. Τότε, η μητέρα κοιτούσε πιο θλιμμένα από ποτέ το καημένο πλασματάκι. Κάποιος χτύπησε την πόρτα κι ένας φτωχός, γέρος άντρας μπήκε μέσα. Ήταν τυλιγμένος με κάτι που έμοιαζε με ύφασμα αλόγου και το χρειαζόταν στ’ αλήθεια για να τον κρατήσει ζεστό, επειδή ήταν κρύος χειμώνας. Όλη η χώρα ήταν σκεπασμένη με χιόνι και πάγο και ο αέρας φυσούσε τόσο έντονα, ώστε «ξύριζε» το πρόσωπο κάποιου.
Το παιδάκι είχε αποκοιμηθεί για λίγο και η μητέρα, βλέποντας ότι ο γέρος άνδρας έτρεμε από το κρύο,σηκώθηκε κι έβαλε ένα μικρό κανάτι μπύρας στη φωτιά, να το ζεστάνει για εκείνον. Ο γέρος κάθισε και κούνησε την κούνια. Η μητέρα έκατσε σε μια καρέκλα κοντά του και κοίταξε στο άρρωστο παιδί, που εξακολουθούσε να βαριανασαίνει και έπιασε το χεράκι του. «Νομίζεις ότι θα τον κρατήσω, έτσι δεν είναι;», είπε εκείνη. «Ο φιλεύσπλαχνος Θεός μας δεν θα μου τον πάρει». Ο γέρος, που στην πραγματικότητα ήταν ο Χάρος, έγνεψε με το κεφάλι του κατά έναν περίεργο τρόπο, που θα μπορούσε να σημαίνει είτε «Ναι» είτε «Όχι». Και η μητέρα κατέβασε τα μάτια της, ενώ τα δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλα της. Τότε το κεφάλι της βάρυνε, επειδή δεν είχε κλείσει μάτι για τρία μερόνυχτα, και αποκοιμήθηκε, όμως μόνο για ένα λεπτό. Τρέμοντας από το κρύο, ξύπνησε και κοίταξε γύρω στο δωμάτιο. Ο γέρος είχε εξαφανιστεί και το παιδί της το ίδιο! Ο γέρος το είχε πάρει μαζί του.
Στη γωνία του δωματίου το παλιό ρολόι άρχισε να χτυπάει. Οι δείκτες του έκαναν «γρρ», όλο το βάρος του βυθίστηκε στο πάτωμα, το ρολόι σταμάτησε και η φτωχή μητέρα όρμησε έξω απ’ το σπίτι ψάχνοντας το παιδί της. Έξω στο χιόνι καθόταν μια γυναίκα με μεγάλα μαύρα ρούχα κι εκείνη είπε στη μητέρα, «Ο θάνατος ήταν μαζί σου στο δωμάτιο. Τον είδα να φεύγει βιαστικά με το παιδάκι σου. Τρέχει πιο γρήγορα από τον άνεμο και ποτέ δεν επιστρέφει ό,τι πήρε μακριά». «Μονάχα πες μου προς τα πού πήγε», είπε η μητέρα. «Πες μου το δρόμο κι εγώ θα τον βρω».
«Γνωρίζω το δρόμο», είπε η γυναίκα με τα μαύρα ρούχα, «αλλά προτού σου πω, πρέπει να μου τραγουδήσεις όλα τα τραγούδια που έχεις τραγουδήσει στο παιδί σου. Μου αρέσουν αυτά τα τραγούδια. Τα έχω ξανακούσει. Είμαι η Νύχτα και είδα τα δάκρυα σου να τρέχουν καθώς τα τραγουδούσες». «Θα σου τα τραγουδήσω όλα», είπε η μητέρα, «όμως μην με καθυστερείς τώρα. Πρέπει να τον προφτάσω και να βρω το παιδί μου». Όμως η Νύχτα καθόταν σιωπηλή και ατάραχη. Τότε, η μητέρα έκλαψε και τραγούδησε και έσφιξε τα χέρια της. Αλλά τα τραγούδια ήταν πολλά και τα δάκρυα ακόμη περισσότερα, μέχρι που σε κάποια στιγμή η Νύχτα είπε, «Πήγαινε προς τα δεξιά, μέσα στο σκοτεινό δάσος με τα έλατα, επειδή είδα το Χάρο να παίρνει εκείνο το δρόμο με το παιδάκι σου».
Μέσα στο δάσος, η μητέρα συνάντησε σταυροδρόμι και δεν ήξερε ποιο δρόμο να πάρει. Εκεί δίπλα στεκόταν ένας θάμνος με αγκάθια. Δεν είχε ούτε φύλλα ούτε λουλούδια, επειδή ήταν η εποχή του κρύου χειμώνα και πάγοι κρέμονταν από τα κλαδιά του. «Μήπως έχεις δει το Χάρο να περνάει μαζί με το παιδάκι μου», το ρώτησε. «Ναι», απάντησε ο αγκαθωτός θάμνος, «αλλά δεν θα σου πω προς τα πού πήγε, μέχρι να με ζεστάνεις στην αγκαλιά σου. Παγώνω μέχρι θανάτου εδώ και γίνομαι πάγος». Τότε, εκείνη πίεσε το θάμνο πολύ κοντά στο στήθος της, ώστε έλιωσε ο πάγος, τα κλαδιά τρύπησαν τη σάρκα της και έτρεξαν μεγάλες σταγόνες αίματος. Όμως ο θάμνος έβγαλε νέα πράσινα φύλλα και εκείνα έγιναν λουλούδια μέσα στην κρύα νύχτα του χειμώνα. Τόσο ζεστή είναι η καρδιά μιας πονεμένης μητέρας.
Τότε, ο αγκαθωτός θάμνος της είπε ποιο μονοπάτι πρέπει ν’ ακολουθήσει. Εκείνη έφτασε μέχρι μια μεγάλη λίμνη, στην οποία δεν φαινόταν ούτε πλοίο ούτε καράβι. Η λίμνη δεν ήταν αρκετά παγωμένη, ώστε να πατήσει πάνω στον πάγο, ούτε ήταν αρκετά ανοιχτή για να τσαλαβουτήσει. Ωστόσο, έπρεπε να τη διασχίσει, αν ήθελε να βρει το παιδί της. Τότε, έσκυψε για να πιεί όλο το νερό της λίμνης, που φυσικά ήταν αδύνατο να το καταφέρει ο οποιοσδήποτε άνθρωπος. Όμως η θλιμμένη μητέρα σκέφτηκε ότι ίσως να γινόταν κάποιο θαύμα, που θα τη βοηθούσε. «Δεν θα τα καταφέρεις ποτέ», είπε η λίμνη. «Ας κάνουμε μια συμφωνία, που θα είναι καλύτερη. Μου αρέσει να συλλέγω μαργαριτάρια και τα μάτια σου είναι τα πιο όμορφα που έχω δει. Αν ρίξεις όλα σου τα δάκρυα μέσα στα νερά μου, τότε θα σε πάω στο μεγάλο θερμοκήπιο, όπου κατοικεί ο Χάρος και καλλιεργεί λουλούδια και δέντρα, το καθένα από τα οποία είναι μια ανθρώπινη ζωή». «Ω, και τι δεν θα έδινα για να φτάσω στο παιδί μου!», είπε η δακρυσμένη μητέρα και καθώς συνέχισε να κλαίει, τα μάτια της έπεσαν στα βάθη της λίμνης κι έγιναν δυο πανάκριβα μαργαριτάρια.
Τότε η λίμνη τη σήκωσε και μ’ ένα φύσημα τη μετέφερε στην αντίθετη όχθη, σαν να ήταν σε κούνια, όπου στεκόταν ένα υπέροχο, πανύψηλο κτίριο. Κανείς δεν μπορούσε να πει αν ήταν ένα βουνό καλυμμένο από δάση και γεμάτο σπηλιές ή αν ήταν χτισμένο. Όμως η φτωχή μητέρα δεν μπορούσε να δει, επειδή είχε ρίξει τα μάτια της μέσα στη λίμνη. «Πού θα βρω το Χάρο, ο οποίος έφυγε με το παιδάκι μου;», ρώτησε. «Δεν έχει φτάσει ακόμα», είπε μια γριά γυναίκα με γκρίζα μαλλιά, που περιφερόταν και πότιζε το θερμοκήπιο του Χάρου. «Πώς βρήκες το δρόμο μέχρι εδώ και ποιος σε βοήθησε;».
«Ο Θεός με βοήθησε», απάντησε εκείνη. «Εκείνος είναι ευσπλαχνικός. Δεν θα είσαι κι εσύ το ίδιο; Πού μπορώ να βρω το παιδάκι μου;». «Δεν ξέρω το παιδί», είπε η γριά γυναίκα, «και εσύ είσαι τυφλή. Πολλά λουλούδια και δέντρα έσβησαν απόψε και ο Χάρος θα έρθει σύντομα να τα μεταφυτεύσει. Γνωρίζεις ήδη ότι κάθε ανθρώπινο ον έχει μια ζωή δέντρου ή μια ζωή λουλουδιού, όπως έχει καθοριστεί για εκείνο. Μοιάζουν με τα άλλα φυτά, όμως έχουν καρδιές που χτυπάνε. Οι καρδιές των παιδιών χτυπούν επίσης. Ίσως απ’ αυτόν το χτύπο να μπορέσεις να αναγνωρίσεις το παιδί σου. Όμως τι θα μου δώσεις, αν σου πω τι άλλο πρέπει να κάνεις;».
«Δεν έχω τίποτε να δώσω», είπε η βασανισμένη μητέρα, «όμως θα φτάσω μέχρι τα πέρατα της γης για σένα». «Δεν χρειάζομαι τίποτε από εκεί», είπε η γριά γυναίκα, «όμως μπορείς να μου δώσεις τα μακριά, μαύρα σου μαλλιά. Ξέρεις κι από μόνη σου ότι είναι όμορφα και μου αρέσουν. Μπορείς να πάρεις σε αντάλλαγμα τα λευκά μου μαλλιά, τα οποία θα είναι κάποιου είδους ανταπόδοση». «Δεν ζητάς τίποτα περισσότερο απ’ αυτό;», είπε εκείνη. «Θα σου τα δώσω μ’ ευχαρίστηση». Και έδωσε τα όμορφα μαλλιά της κι έλαβε ως αντάλλαγμα τις λευκές μπούκλες της γριάς γυναίκας.
Τότε πήγαν μέσα στο μεγάλο θερμοκήπιο του Χάρου, όπου λουλούδια και δέντρα μεγάλωναν μαζί σε θαυμάσια αρμονία. Ανθισμένοι υάκινθοι κάτω από γυάλινες καμπάνες και παιωνίες, που είναι δυνατά δέντρα. Μεγάλωναν φυτά του νερού, κάποια αρκετά φρέσκα, και άλλα έμοιαζαν άρρωστα, τυλιγμένα με νερόφιδα και μαύρες αράχνες κρέμονταν από τα κλωνάρια τους. Εκεί στέκονταν ευγενικά πεύκα, οξιές και εξωτικά δέντρα, ενώ από κάτω τους άνθιζαν θυμάρι και μαϊντανός. Κάθε δέντρο και κάθε λουλούδι είχε ένα όνομα. Το καθένα αντιπροσώπευε μια ανθρώπινη ζωή και ανήκε σε ανθρώπους που βρίσκονταν ακόμα στην ζωή, κάποιοι στην Κίνα, κάποιοι στη Γροιλανδία, κάποιοι σε άλλα μέρη του κόσμου. Ορισμένα μεγάλα δέντρα είχε φυτευτεί σε μικρές γλάστρες, ώστε να αφήνουν ελεύθερο χώρο, και έμοιαζαν έτοιμα να κάνουν τη γλάστρα κομμάτια, ενώ πολλά ασθενικά μικρά λουλούδια μεγάλωναν σε πλούσιο χώμα, με βρύα ολόγυρα τους, προσεχτικά περιποιημένα και φροντισμένα.
Η πονεμένη μητέρα έσκυψε πάνω από τα μικρά φυτά και άκουσε την ανθρώπινη καρδιά που χτυπούσε στο καθένα από αυτά και αναγνώρισε το καρδιοχτύπι του παιδιού της ανάμεσα σε εκατομμύρια χτύπους. «Αυτό είναι» αναφώνησε, δείχνοντας με το χέρι της σ’ ένα μικρό λουλούδι κρόκο, του οποίο το ασθενικό κεφάλι κρεμόταν προς τα κάτω. «Μην αγγίξεις το λουλούδι», φώναξε η γριά γυναίκα, «αλλά περίμενε εδώ και όταν έρθει ο Χάρος -τον περιμένω από στιγμή σε στιγμή- μην τον αφήσεις να τραβήξει αυτό το φυτό, αλλά απείλησε τον ότι αν το κάνει, θα κάνεις κι εσύ το ίδιο στ’ άλλα λουλούδια».
Τότε, μια ανατριχίλα πάγου διαπέρασε το θερμοκήπιο και η τυφλή μητέρα ένιωσε ότι είχε φτάσει ο Χάρος. «Πώς βρήκες το δρόμο μέχρι εδώ», ρώτησε αυτός. «Πώς μπόρεσες να έρθεις εδώ γρηγορότερα από εμένα;». «Είμαι μητέρα», απάντησε εκείνη. Και ο Χάρος τέντωσε τα χέρια του προς το λεπτεπίλεπτο μικρό λουλούδι, όμως εκείνη κράτησε σφιχτά τα χέρια της γύρω απ’ αυτό, αλλά συνάμα και με την πιο μεγάλη ανήσυχη φροντίδα, από φόβο μήπως πειράξει ένα από τα φύλλα του. Τότε ο Χάρος φύσηξε στα χέρια της και εκείνη ένιωσε την αναπνοή του πιο κρύα κι απ’ τον παγωμένο άνεμο και τα χέρια της έπεσαν κάτω αβοήθητα.
«Δεν μπορείς να με νικήσεις», είπε ο Χάρος. «Όμως ένας Θεός του ελέους μπορεί», είπε αυτή. «Κάνω μόνο το θέλημα Του», απάντησε ο Χάρος. «Είμαι ο κηπουρός Του. Παίρνω όλα τα λουλούδια και τα δέντρα Του και τα μεταφυτεύω στους κήπος του Παραδείσου σε μια άγνωστη γη. Πώς μεγαλώνουν εκεί και πώς μοιάζει ο κήπος, δεν μπορώ να σου πω».
«Δώσε μου πίσω το παιδί μου», είπε η μητέρα κλαίγοντας και ικετεύοντας και άρπαξε δύο όμορφα λουλούδια με τα χέρια της και φώναξε στο Χάρο, «Θα ξεσκίσω όλα τα λουλούδια σου, γιατί είμαι απελπισμένη». «Μην τ’ αγγίξεις», είπε ο Χάρος. «Λες ότι είσαι δυστυχισμένη και θέλεις να κάνεις και μια άλλη μητέρα δυστυχισμένη σαν εσένα;» «Μια άλλη μητέρα!» αναφώνησε η φτωχή γυναίκα αφήνοντας τα λουλούδια από τα χέρια της.
«Ορίστε τα μάτια σου», είπε ο Χάρος. «Τα ψάρεψα στη λίμνη για σένα. Έλαμπαν πάρα πολύ, όμως δεν ήξερα ότι ήταν δικά σου. Πάρ’τα πίσω -τώρα είναι πιο καθαρά από ποτέ- και μετά κοίταξε στο βαθύ πηγάδι που είναι εδώ κοντά. Θα σου πω τα ονόματα των δύο λουλουδιών που ήθελες να τραβήξεις και θα δεις όλη την αλήθεια των ανθρώπων που αντιπροσωπεύουν και τι επρόκειτο να διαταράξεις και να καταστρέψεις».
Τότε εκείνη κοίταξε μέσα στο πηγάδι και ήταν πράγματι εκθαμβωτικό θέαμα το να βλέπει κανείς πώς ο ένας από αυτούς τους ανθρώπους θα γινόταν ευλογία για τον κόσμο και πόση ευτυχία και χαρά θα σκορπούσε γύρω του. Όμως είδε ότι η ζωή του άλλου ήταν γεμάτη από φτώχεια, δυστυχία και οίκτο. «Και τα δύο είναι η θέληση του Θεού» είπε ο Χάρος. «Ποιο είναι το δυστυχισμένο λουλούδι και ποιο είναι το ευλογημένο», είπε εκείνη.
«Αυτό δεν μπορώ να σου το πω», απάντησε ο Χάρος, «όμως αυτό που μπορείς να μάθεις, είναι το ότι το ένα από τα δύο λουλούδια αντιπροσωπεύει το δικό σου παιδί. Ήταν η μοίρα του δικού σου παιδιού που είδες, το μέλλον του δικού σου παιδιού». Τότε η μητέρα ούρλιαξε με τρόμο. «Ποιο απ’ αυτά ανήκει στο παιδί μου; Πες μου το αυτό. Πάρε το δυστυχισμένο παιδί. Απελευθέρωσε το από την τόση δυστυχία. Καλύτερα να το πάρεις μακριά. Πήγαινε στο βασίλειο του Θεού. Ξέχασε τα δάκρυα και τις παρακλήσεις μου. Ξέχνα όλα όσα είπα ή έκανα».
«Δεν σε καταλαβαίνω», είπε ο Χάρος. «Θα πάρεις πίσω το παιδί σου ή να το μεταφέρω σ’ ένα μέρος που εσύ δεν γνωρίζεις;»
Τότε η μητέρα έσφιξε τα χέρια της, έπεσε στα γόνατα της και προσευχήθηκε στο Θεό:
«Μην εισακούσεις τις προσευχές μου, αν είναι αντίθετες στο θέλημα Σου, που πάντα είναι για το καλό. Ω, μη μ’ ακούσεις» και το κεφάλι της βυθίστηκε στο στήθος της. Τότε, ο Χάρος μετέφερε το παιδί της στην άγνωστη χώρα.
ΣΣ. Οι εικόνες (επιχρωματισμένες) προέρχονται από την αρχική έκδοση, στα δανικά, και είναι δημιουργήματα του εικονογράφου Βίλχελμ Πέντερσεν (Vilhelm Pedersen).
ΠΗΓΗ: http://ola-ta-kala.blogspot.com/
ΣΧΕΤΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Το παραμύθι αυτό σε ποιητική μετάφραση ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου